Στέκεσαι και πάλι μπροστά στην ντουλάπα φυλλομετρώντας κρεμάστρες με ρούχα αγαπημένων προσώπων.
Ίσως αναζητάς απεγνωσμένα να ζωντανέψουν στη μνήμη σου στιγμές περασμένες που χάθηκαν στο χθες.
Έστω λίγα κομμάτια υφάσματος που ξέμειναν από ένα παρελθόν ευτυχίας, καθώς τώρα απέμεινες με τα ξέφτια τους, φοβούμενος μην τυχόν και ξεχάσεις μια ζωή γεμάτη απ’ ανθρώπους που πέταξαν μακριά σου.
Το βλέμμα σου περιπλανιέται στο άδειο δωμάτιο.
Μόνος πια συνυπάρχεις με τις σκονισμένες κορνίζες στο μεγάλο σπίτι που κάποτε έχτισες με τα χέρια σου, ελπίζοντας να το ντύσεις με φωνές ευτυχίας απ’ τα παιδιά που τότε πίστευες πως θα γέμιζαν τη ζωή σου.
Οι τοίχοι ψυχροί, σχεδόν παγεροί, τονίζουν ακόμα πιο πολύ την αβάσταχτη μοναξιά που νιώθεις να βαραίνει πάνω στους ώμους.
Μόνη σου παρηγοριά ένα τηλεφώνημα και δυο βιαστικές κουβέντες στην άλλη άκρη του ακουστικού.
«Τι κάνεις; Είσαι καλά; Σ’ αγαπώ! Τα λέμε. Να προσέχεις.».
Σιγή…
Κι όμως εσύ κάθε μέρα περιμένεις καρτερικά, πώς και πώς την ίδια ώρα, τις φωνές εκείνων που πίστευες πως θα έμεναν για πάντα κοντά σου.
Η ζωή όμως το θέλησε αλλιώς και συ δεν μπόρεσες να της αντισταθείς, όσο κι αν αυτό σε πληγώνει.
Τώρα όλα γύρω σου φαίνονται γκρίζα και θλιβερά.
Γέρασες πια και το παράπονο ξέμεινε πάνω στα ρυτιδιασμένα άχρωμα χείλη σου.
Αν κι από νωρίς κατάλαβες ότι τα όνειρά σου δε θα γινότανε ποτέ πραγματικότητα.
Έμαθες βλέπεις από πρώτο χέρι τι θα πει να ‘χεις για συνοδοιπόρο τη μοναξιά σου, μιας και η ζωή σου δίδαξε ότι όλα τελειώνουν όταν κλείσουν τον κύκλο τους, ακόμα και η ευτυχία.
Γιώτα Αγαπητού