Ένα οδοιπορικό προς τη Μεσοποταμία των θρύλων
του Γιάννη Λασκαράκη
Το πρωί μας περίμενε στο ξενοδοχείο-σπηλιά, ένα εκπληκτικό πρωινό που δεν ήταν καθόλου λιτό. Δεκάδες λιχουδιές μέσα σε μικρά πιατάκια. Από το μπαλκόνι της «σπηλιάς» απολαύσαμε τη θαυμάσια θέα. Στο βάθος φάνηκε η νέα πόλη του Νεβσεχίρ, με τους 100.000 κατοίκους. Χτίστηκε από τους Χεταίους, πέρασε στους Ασσύριους και στους Πέρσες του Βασιλιά Κύρου Β’. Την κατάκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 333 π.Χ. νικώντας τους Πέρσες. Αργότερα δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Καππαδοκίας με πρωτεύουσα τη σημερινή Κασάρεια. Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. ενσωματώθηκε στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κατόπιν πέρασε στον έλεγχο των Βυζαντινών και ονομάστηκε Νεάπολη (Nev Sehir). Πολλές μάλιστα κατακόμβες και εκκλησίες της περιοχής, λαξευμένες στους βράχους, χρονολογούνται από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Αργότερα οι χώροι αυτοί εξακολούθησαν να χρησιμεύουν ως καταφύγια από τις επιδρομές των Αράβων και των Περσών .

Μέχρι το 1922 ζούσαν στην περιοχή ελληνικοί πληθυσμοί. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής κατέφυγαν στην Ελλάδα και ορισμένοι από αυτούς ίδρυσαν την καινούργια Νέβσεχιρ (Νεάπολη) στη Δυτική Θεσσαλονίκη.
Δεν είχαμε καιρό για χάσιμο. Είχαμε μπροστά μας πολλά χιλιόμετρα μέχρι το Ελάζιγ.
Το Γκιόρεμε όμως δεν ήταν δυνατόν να το προσπεράσουμε χωρίς να σταματήσουμε. Ένα μοναδικό τοπίο απλώθηκε μπροστά μας. Ένα τοπίο που καλλιτέχνησε η φύση, το νερό και ο άνεμος, καθώς λάξεψαν μέσα στους αιώνες την ηφαιστειακή λάβα του Αργαίου. Υπόγειες πόλεις δημιουργήθηκαν , κατοικίες και εκκλησιές λαξεύτηκαν μέσα στη μαλακή πλαγιά των ηφαιστειακών αποθεμάτων. Το ίδιο έγινε και στο γειτονικό Urgup (Προκόπιο). Εκεί ένας ντόπιος μικροπωλητής ανέλαβε να μας οδηγήσει σε μια χριστιανική Εκκλησία . λαξευμένη μέσα στο βράχο. Φύγαμε με την αίσθηση ότι είχαμε πολλά ακόμη να δούμε.

Στην Καισάρεια αντικρίσαμε μια σύγχρονη πόλη χτισμένη γύρω από το μεγάλο κάστρο της , με μια πολυπληθή αγορά όπου πουλούσαν και του πουλιού το γάλα. Δίκαια ξεκινάει από εδώ ο Άγιος Βασίλης με τα δώρα κάθε Χριστούγεννα. Γευματίσαμε βιαστικά και αφού κάναμε άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια για εξεύρεση μπαταρίας για την Canon, ξεκινήσαμε για να διασχίσουμε τις στέπες της Ανατολίας, έχοντας δεξιά μας το επιβλητικό βουνό του Ταύρου.
Όσο προχωρούσαμε Ανατολικά το τοπίο άλλαζε ραγδαία. Η μεγάλη βλάστηση εξαφανίστηκε. Ένα γκριζοκίτρινο τοπίο απλώθηκε ως το βάθος του ορίζοντα, με τις αραιές μικρές συστάδες των αγκαθωτών θάμνων να κυριαρχούν, ανάμεσα σε μεγάλες κουμούλες από πέτρες, τις οποίες είχαν συγκεντρώσει οι χωρικοί στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν λίγη καλλιεργήσιμη γη. Λόφοι και χαμηλά βουνά, ξερά και γυμνά, δεν επέτρεψαν να απλωθούν εκεί όλα χρώματα της φύσης. Βρισκόμασταν στην ατελείωτη άνυδρη στέπα του οροπεδίου της κεντρικής Ανατολίας. Ο σύγχρονος αυτοκινητόδρομος ελίσσονταν και να ανεβοκατέβαινε ανάμεσα σε διαφορετικά υψόμετρα χωρίς ίχνος ζωής γύρω μας. Ευτυχώς που είχαμε φουλάρει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου. Συναντούσαμε μικρές πόλεις σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, χωρίς κανένα ενδιαφέρον, με λίγα φτωχικά σπίτια στο χρώμα του τοπίου. Στο Γκιουρούν, στο κέντρο της Ανατολίας, ήταν διαφορετικά. Εκεί διασταυρώνεται ο αυτοκινητόδρομος Ανατολής Δύσης με τον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στον Πόντο και στη Μεσόγειο. Βόρεια προς τη Σεβάστεια και τη Σαμψούντα και νότια προς το Γκαζίαντεπ και στο λιμάνι της Μερσίνης. Γι αυτό το Γκιουρούν ήταν πάντα ένα σημαντικό σταυροδρόμι των καραβανιών. Και ένας τόπος όπου τους καιρούς των διωγμών συγκεντρώνονταν οι εξόριστοι για να τους στείλουν στον τελικό προορισμό τους. Όπως έγινε κατά την εκτόπιση των χιλιάδων Αρμενίων από την Σεβάστεια προς τη Μαλάτεια, με τελικό σκοπό την εξόντωσή τους.

Το τοπίο ήταν το ίδιο μονότονο μέχρι τη Μαλάτεια. Εκεί όπου μια μεγάλη κούρμπα του Ευφράτη πλησιάζει τη μεγαλούπολη από το Βορρά, αλλάζοντας το τοπίο. Η βλάστηση επέστρεψε, αλλά ο χρόνος δεν μας επέτρεψε να γνωρίσουμε την πόλη με τις 500.000 κατοίκους, που παλιά την έλεγαν Μελιτίνη. .
Αντικρίσαμε το μεγάλο ποταμό, τον ιστορικό Ευφράτη, όταν άρχισε να σουρουπώνει. Τα πορφυρά χρώματα του δειλινού καθρεφτίζονταν στα ήρεμα νερά της πλατειάς κοίτης του που έμοιαζε με λίμνη. Όταν περάσαμε τη γέφυρα του ποταμού που μας έβαλε στη Μεσοποταμία, είχε νυχτώσει για τα καλά. Η κούραση είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή, αλλά δεν έδωσα το τιμόνι στον Σταύρο. Ήθελα να έχω την χαρά να οδηγώ το αυτοκίνητο, καθώς θα μπαίναμε στην επικράτεια της προγονικής Μεσοποταμίας. Δεν είχαν όμως την ίδια συγκίνηση οι στρατιώτες του μπλόκου , λίγα χιλιόμετρα πριν το Ελάζιγ. Προς στιγμή φοβηθήκαμε ότι θα έχουμε τα ίδια με τα διαβατήρια μας, όπως στην Σηλυβρία. Εκείνοι όμως άλλα είχαν στο νου τους. Έψαξαν το αυτοκίνητο, προφανώς για όπλα και μας άφησαν να μπούμε στην έρημη πόλη. Πεινούσαμε. Βρήκαμε ένα ρεστοράν ανοιχτό στη κεντρική πλατεία και μετά πέσαμε ψόφιοι για ύπνο στο πεντάστερο Χίλτον που μας περίμενε με 30 ευρώ τη βραδιά.