efhmerida1

Ανυπομονώντας για το βράδυ που έφτανε

της Γιώτα Αγαπητού  

Στο μικρό μαγαζί της οδού Lower Eart Side 19 στο Μανχάταν ο χρόνος κυλάει αργά, σχεδόν βασανιστικά για τον Ardal Hugher, το νεαρό άντρα από την Ιρλανδία, ο οποίος κάθε μισή ώρα ξεθάβει το ρολόι με τη μεγάλη ασημί αλυσίδα που κρέμεται στη μικρή τσέπη του παντελονιού του. Το ρολόι αυτό είναι από τα λίγα  πράγματα που αγόρασε για κείνον με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε, μιας και τα περισσότερα τα στέλνει στην οικογένειά του που τα έχει ανάγκη. Κοιτάζει για μία ακόμα φορά τους δείκτες σχεδόν ευλαβικά, αλλά και με θυμό, λες και κείνοι ευθύνονται που δεν περνάει γρήγορα ο χρόνος. Το μυαλό του είναι συνεχώς κολλημένο στη νεαρή επισκέπτρια που φιλοξενούν μαζί με το Νώντα στο μικρό τους διαμέρισμα. Στο κορίτσι της φωτογραφίας,  που από χθες το βράδυ έχει φτάσει στη Νέα Υόρκη με την ελπίδα ότι ίσως ήρθε γι’ αυτόν. Από κείνη την ώρα το μυαλό του δε μπορεί να ηρεμίσει, συνεχώς σχεδιάζει με κάθε λεπτομέρεια τα λόγια που θέλει να της πει, αλλά και το θαυμασμό που θέλει να της εκφράσει. Εύχεται τουλάχιστον να μπορούσαν να μιλήσουν έστω για λίγο την ίδια γλώσσα χωρίς να έχουν διερμηνέα, ακόμα κι αν αυτός είναι ο αδερφός της και φίλος του, ο Νώντας Γιαμαλάκης.

Ο Ardal αισθάνεται ότι κάποια πράγματα είναι βαθιά προσωπικά που δεν θα ήθελε να τα μοιραστεί με κανένα παρά μόνο με τη Μαρουσώ. Προς το παρόν όμως αυτό είναι αδύνατον. Τουλάχιστον μέχρι εκείνη να μάθει κάποιες λέξεις από τη νέα γλώσσα που θα αντικαταστήσει τη μητρική της. Φοβάται μήπως κάποια λόγια του που δεν μεταφραστούν σωστά τον κάνουν στα μάτια της να φανεί ανόητος. Εξάλλου ο ίδιος δεν έχει μεγάλη εμπειρία με τις γυναίκες, αν και μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι όπου τον πρώτο λόγο τον είχε πάντα η μητέρα του. Ωστόσο και οι αδερφές του από πολύ νωρίς έμαθαν να είναι ανεξάρτητες για να μπορέσουν να επιβιώσουν μέσα στην αφόρητη φτώχεια που ήταν παρούσα στην κοινωνία που μεγάλωσε κι ανάγκαζε τους ανθρώπους ν’ αναζητούν δουλειά μακριά από τις οικογένειές τους. Ανέχεια και αβάσταχτη μιζέρια σ’ έναν όμορφο τόπο, όπως η πατρίδα του, όπου τα ξωτικά και οι νεράιδες με τα διάφανα φτερά κατοικούν μέσα στα δάση και λούζονται παίζοντας στις όχθες των ποταμών.

Τώρα που η μνήμη προσπαθεί να φέρει στην επιφάνεια εικόνες και στιγμές από τη ζωή του για να τις μοιραστεί απλόχερα με τη Μαρουσώ, θυμάται τη γιαγιά του. Όταν ήταν μικρό παιδί εκείνη του διηγούνταν ιστορίες για να κοιμηθεί. Πρωταγωνιστές ήταν πάντα νεράιδες, ιππότες  και κακοί δράκοι. Έτσι, λοιπόν, μέσα στην παιδική του φαντασία ονειρευόταν ότι κάποτε θα γνώριζε ως άλλος ιππότης τη δική του νεράιδα. Στα κορίτσια δυσκολευόταν να μιλήσει κι όταν το έκανε τα μάγουλά του κοκκίνιζαν από ντροπή, κάνοντας τις φακίδες στο όμορφο πρόσωπό του ακόμα πιο έντονες. Το πρώτο σκίρτημα στην καρδιά του το ένιωσε όταν πήγαινε στο δημοτικό. Εκεί γνώρισε την Adel, το κορίτσι με τα μακριά ξανθά μαλλιά και τα γαλανά μάτια, που καθόταν στο διπλανό απ’ αυτόν θρανίο. Την ώρα του μαθήματος, όταν ο δάσκαλος που κρατούσε τη μακριά βέργα από μουριά στο ένα του χέρι και προσπαθούσε να τους διδάξει θρησκευτικά, εκείνος αδιαφορούσε, κοιτώντας τρυφερά την Adel, ενώ αυτή του έριχνε κλεφτές ματιές, κάνοντάς τον να χάνεται στο γαλανό ουρανό των ματιών της. Άλλωστε αυτός ήταν κι ένας τρόπος να ξεφεύγει ο νους του από τα θρησκευτικά, γιατί ποτέ δεν τον ενδιέφεραν, παρόλο που οι γονείς του ήταν φανατικοί καθολικοί. Από μικρός ονειρευόταν μία χώρα στο χάρτη όπου οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι από θρησκείες και δεν υπήρχαν άγιοι, προφήτες και ιερά βιβλία που καταπίεζαν τη συνείδηση και τη ζωή τους. Θεωρούσε όλες τις θρησκείες του κόσμου πνευματικές δικτατορίες. Γι’ αυτό κι ένα από τα πράγματα που τον γοήτευσαν στη Μαρουσώ, πέρα από τη φωτογραφία της,  που του είχε δείξει ο Νώντας πριν αυτή έρθει στην Αμερική, ήταν η αποστασιοποίησή της από τη θρησκεία, κάτι το οποίο έβλεπε και στον αδερφό της.

Τις σκέψεις του συχνά ερχόταν να διακόψει ο ήχος από το μικρό καμπανάκι που ήταν κρεμασμένο πάνω από την πόρτα της εισόδου του μαγαζιού του κάθε φορά που έμπαινε ένας νέος πελάτης. Η επιχείρησή των δύο συνεταίρων πήγαινε πολύ καλά. Ο κόσμος από την πρώτη στιγμή τους είχε αγκαλιάσει, αλλά και κείνοι φρόντιζαν ώστε οι πελάτες τους να μένουν πάντα ικανοποιημένοι. Άλλωστε είχαν καταφέρει να είναι από τα ελάχιστα καταστήματα στη Νέα Υόρκη που δεν είχαν πλεξίματα με την αστυνομία και με μαφιόζους που πουλούσαν προστασία έναντι αδρής αμοιβής.

Σήμερα ήταν μία μέρα δύσκολη για τον Ardal και το Νώντα, καθώς στο  μαγαζί είχε πολύ δουλειά. Οι προμηθευτές από πολύ νωρίς άρχισαν να φέρνουν καινούρια εμπορεύματα. Ο Ardal, θέλοντας να μείνει μόνος του χάθηκε στην αποθήκη κι άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματα. Ένιωθε πολύ ταραγμένος κι αγχωμένος, γι’ αυτό κι έκανε ό,τι μπορούσε για να μην τον καταλάβει ο φίλος και συνέταιρός του. Οι δύο άντρες από την αρχή της γνωριμίας τους δεν είχαν μυστικά, όμως τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι η συμπεριφορά του θύμιζε άβγαλτο χωριατόπαιδο κι αυτό τον έκανε να αισθάνεται ακόμα περισσότερη ντροπή.  Ταχτοποιούσε ένα ένα τα κουτιά στα ράφια της αποθήκης, λες και ήθελε να ξεγελάσει το χρόνο, ενώ η καρδιά του ήταν έτοιμη να βγει από το στήθος του. Του φαινόταν υπερβολικό όλο αυτό που του συνέβαινε. Ποτέ δε φανταζόταν όταν πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη τι θα επακολουθούσε στη συνέχεια. Όλα τα γεγονότα ήταν στιγμές βγαλμένες από παραμύθι και στο τέλος η όμορφη νεράιδα για κείνον ήταν το κορίτσι της φωτογραφίας, το οποίο ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, θυμίζοντάς του αρχαία ελληνίδα νύμφη αναδυόμενη από το Αιγαίο πέλαγος.

Κοίταξε και πάλι το μικρό ρολόι που ήταν κρεμασμένο στο παντελόνι του. Ένιωσε απογοήτευση, γιατί το μεσημέρι αργούσε ακόμα να ‘ρθει. Είχε σχεδόν τελειώσει με τα εμπορεύματα και δυστυχώς έπρεπε ν’ βγει ξανά έξω στο μαγαζί. Φοβόταν ότι ο Νώντας ίσως και να καταλάβαινε την ταραχή του. Για πρώτη φορά οι δύο άντρες από την αρχή της γνωριμίας τους, τότε σ’ εκείνο το βαγόνι του τρένου που πρωτοσυναντήθηκαν, δεν είχαν ανταλλάξει παρά ελάχιστες κουβέντες. Σκέφτηκε ότι ίσως ο Νώντας να είχε αισθανθεί ότι κάτι τον βασάνιζε, αλλά επειδή τον θεωρούσε οικογένειά του δεν ήθελε ρωτώντας τον να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Εξάλλου, πολλές φορές ο Ardal του είχε εκφράσει τις ανασφάλειες του για την εξέλιξη της γνωριμίας του με την όμορφη Καλυμιά. Εκείνος όμως προσπαθούσε να τον καθησυχάζει, μιας και ήθελε το καλύτερο για την αδερφή του και τον φίλο του.

Ο Νώντας αν και συγκινούνταν απ’ τους μεγάλους έρωτες δεν ένιωθε έτοιμος να ερωτευθεί και αργότερα να δεσμευτεί. Ήταν τακτικός θαμώνας του σπιτιού της μαντάμ Ethel, που βρισκόταν στο Park Pow στο Μανχάταν. Κάθε φορά που το επισκεπτόταν περνούσε στιγμές χαλάρωσης, αλλά και διασκέδασης με τα κορίτσια. Ιδιαίτερα συμπαθής του ήταν η Norma, μία γαλλίδα που είχε γεννηθεί πριν είκοσι δύο χρόνια στη Νέα Υόρκη. Ο Ardal είχε συνοδεύσει το φίλο του εκεί αρκετές φορές. Όταν όμως αντίκρισε τη φωτογραφία της Μαρουσώς είχε μάτια μόνο για κείνη, νιώθοντας ότι αν πήγαινε στο σπίτι θα την απατούσε. Λυπόταν τα κορίτσια αυτά που κρατούσαν επί πληρωμή συντροφιά σε κυρίους όλων των ηλικιών και  κοινωνικών τάξεων. Όσο κι αν προσπαθούσαν να φαίνονται όμορφα ήταν πολύ θλιβερή η εικόνα που έβγαζαν προς τα έξω, παρόλο που τα πρόσωπά τους ήταν βαμμένα μ’ έντονο μακιγιάζ. Ο Ardal εδώ και πολύ καιρό πίεζε το Νώντα να διαλέξει μία γυναίκα από τις τόσες που τον ήθελαν για να νοικοκυρευτεί. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος, λέγοντας ότι προτιμούσε τα όμορφα και χωρίς αναστολές κορίτσια της μαντάμ Ethel παρά ένα και μόνο που θα είχε από κείνον παράλογες απαιτήσεις.

Όταν τελικά ο Ardal βγήκε ξανά έξω στο μαγαζί απέφευγε να διασταυρώσει το βλέμμα του με τους πελάτες, αλλά κυρίως με κείνο του Νώντα. Εξάλλου, όλη τη μέρα συνέχιζε να ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις που η μετάφραση τους στη γλώσσα της Μαρουσώς θα αντικατόπτριζε όλα τ’ αληθινά συναισθήματα που έτρεφε για κείνη, αλλά και σημαντικές στιγμές από τη ζωή του με απλά λόγια. Λέξεις που θα μπορούσαν να εκμαιεύσουν απαντήσεις για τη δική της ζωή και τα συναισθήματά της γι’ αυτόν.

Επιτέλους κόντευε μεσημέρι και στο κατάστημα η κίνηση είχε αρχίσει να λιγοστεύει. Ο Νώντας αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να μιλήσει για λίγο στο φίλο του. Στενοχωριόταν, αλλά συνάμα και διασκέδαζε με την αφηρημάδα του. Αν και ο Ardal δεν είχε όρεξη να φάει, ο συνέταιρός του τον πίεσε να πάνε μαζί στο μαγειρειό του Zosimo Arancio, ενός απόμαχου ιταλοεβραίου ναυτικού, ο οποίος όταν μετά από χρόνια σταμάτησε να οργώνει τις θάλασσες με τα καράβια θέλησε ν’ ανοίξει αυτό το εστιατόριο με τις λίγες γνώσεις μαγειρικής που διέθετε. Ήθελε να ταΐζει σπιτικό φαγητό τους εργαζόμενους από τα γύρω εργοστάσια και τις επιχειρήσεις, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μετανάστες. Φτάνοντας στο μαγειρειό, ο Νώντας πίστευε ότι τώρα που ήταν κάπου ήρεμα οι δυο τους θα μπορούσε να του μιλήσει για να τον καθησυχάσει, αλλά όσο κι αν προσπάθησε να του πάρει δυο κουβέντες δεν τα κατάφερε.  Ο Ardal δεν είχε όρεξη για φαγητό,  με σκυμμένο το κεφάλι κάπνιζε συνεχώς χωρίς να μιλάει. Το μόνο που ήθελε ήταν επιτέλους να τελειώνει τούτη η μέρα για να  συναντήσει τη Μαρουσώ. Ωστόσο, λυπόταν τον εαυτό του, γιατί του θύμιζε δυστυχισμένο πρωταγωνιστή ρομαντικού μυθιστορήματος του 18ου αιώνα. Παρόλα αυτά προσπαθούσε να μαντέψει πώς θ’ αντιδρούσαν τ’ αδέρφια του αν τον έβλεπαν να κάνει έτσι για μία γυναίκα. Μέσα του βαθιά ένιωθε ότι ήταν αξιολύπητος. Κοίταξε κατάματα το Νώντα, τον αδερφό του κοριτσιού που ήταν ερωτευμένος κι ένιωσε ντροπή. Οι οικογένειες για τα κορίτσια τους αναζητούν άντρες με πυγμή και θάρρος για να τα προστατεύουν και όχι δειλά καχεκτικά αγόρια. Η σκέψη αυτή ψυχολογικά τον διέλυσε. Γι’ αυτό προσπάθησε την υπόλοιπη μέρα να μη γίνουν αντιληπτά τα συναισθήματά του και αφοσιώθηκε στη δουλειά. Εντούτοις, ένιωθε απέραντη ευγνωμοσύνη και σεβασμό στο πρόσωπο του Νώντα που κατανοούσε πόσο υπέφερε ο φίλος του, αν και δεν είχαν ακόμα ανταλλάξει ούτε μία κουβέντα για το θέμα αυτό. Κόντευε να νυχτώσει, σιγά σιγά θα έπρεπε να κλείσουν το μαγαζί και να πάνε στο σπίτι. Επιτέλους ερχόταν η ώρα που ο Ardal θα ξετύλιγε τα συναισθήματά του, έστω και με τη βοήθεια του αδερφού της, στη Μαρουσώ, ελπίζοντας να τη γοητεύσει. Οι δύο νέοι από τόσο διαφορετικές, αλλά και τόσο ίδιες γωνιές του κόσμου, αν όλα πήγαιναν καλά, θα έκαναν το πρώτο βήμα για μία κοινή ζωή.

 

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο

Δικαιούχος ονόματος τομέα (domain name)
Ε. ΛΑΣΚΑΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ
ΑΦΜ: 082164919
ΔΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ιδιοκτήτης: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Νόμιμος εκπρόσωπος: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής: Λασκαράκης Εμμανουήλ
Διευθυντής σύνταξης: Γιώργος Πανταζίδης
Διαχειριστής: Λασκαράκης Εμμανουήλ

Αρ. Μ.Η.Τ.: 232167

LOGO MHT RGB

              Μέλος του

media
Η ΓΝΩΜΗ - Καθημερινή Εφημερίδα της Θράκης

Τέρμα Αγίου Δημητρίου, Αλεξανδρούπολη

Τηλ 25510 24222, 29888

Fax : 25510 80606

email :  gnomi@gnomionline.gr