«Αδράνησε το Υπουργείο Υγείας», αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΥΚΝΕ, καθώς έγιναν μόλις 54 προσλήψεις, την στιγμή που 50 εργαζόμενοι έλειπαν με άδειες ειδικού σκοπού
Διαρκώς φθίνουσα η πορεία του ΕΣΥ, σύμφωνα με τον κ. Μεντίζη, που χθες συμπλήρωσε 37 χρόνια ‘ζωής’
Της Κικής Ηπειρώτου
Ήταν 26 Αυγούστου του 1983 όταν το «τμήμα διακοπών» της Ελληνικής Βουλής ψήφισε το πρωτοποριακό και καινοτόμο, για τα δεδομένα της εποχής, νομοσχέδιο για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Στόχος της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η ιατροφαρμακευτική και νοσηλευτική κάλυψη των αναγκών του ελληνικού πληθυσμού με δωρεάν παροχή υπηρεσιών.
37 χρόνια αργότερα, το ΕΣΥ «επέζησε», σχεδόν αλώβητο, από το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού, κυρίως λόγω των πολύ αυστηρών περιοριστικών μέτρων που έλαβε η πολιτεία από νωρίς, αφού, κατά κοινή ομολογία και πάση θυσία, έπρεπε να αποφευχθεί μία «υπερφόρτωση» των νοσοκομείων και των λιγοστών ΜΕΘ και να κερδηθεί χρόνος, ώστε τα νοσοκομεία να «θωρακιστούν», τόσο με προσωπικό όσο και με μέσα για την επόμενη φάση της νόσου.
Κι αν στον εξοπλισμό, υπήρξε σημαντική ενίσχυση, κυρίως μέσα από δωρεές και χορηγίες ιδιωτών, για τα ατομικά μέσα προστασίας και την επάρκειά τους υπάρχει ακόμη προβληματισμός, ενώ πολύ δύσκολα είναι τα πράγματα για το προσωπικό.
Ενόψει του δεύτερου κύματος της πανδημίας και παρά τις δηλώσεις της κυβέρνησης για μεγάλο αριθμό προσλήψεων πανελλαδικά, παίρνοντας ως παράδειγμα το Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι έγιναν μόλις 54 προσλήψεις ορισμένου χρόνου, σε διάφορες ειδικότητες, την στιγμή που 50 εργαζόμενοι του Νοσοκομείου βρίσκονταν έτσι κι αλλιώς μακριά από τα καθήκοντά τους, κάνοντας χρήση αδειών ειδικού σκοπού.
«Διαρκώς φθίνουσα η πορεία του ΕΣΥ»
Ο πρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Κρατικών Νοσοκομείων Έβρου Χριστόδουλος Μεντίζης, αναλύοντας την εξέλιξη του ΕΣΥ, σημειώνει, μιλώντας στη «ΓΝΩΜΗ», πως ενώ όταν δημιουργήθηκε, υπήρχαν όλες οι προοπτικές για να υπερασπιστεί ουσιαστικά τον απλό πολίτη, σε όλα τα επίπεδα, αναπτύσσοντας ένα ισχυρό δίκτυο με Κέντρα Υγείας, Νοσοκομεία, αργότερα και Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, τελικώς και ιδιαίτερα από το 2010 κι έπειτα, βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία.
«Σε ορισμένες στιγμές, το ΕΣΥ παρουσιάζει μέχρι και εικόνα κατάρρευσης, κάτι που οφείλεται στους μειωμένους προϋπολογισμούς και στην αδυναμία ενίσχυσης όλων των δομών του με προσωπικό. Τα τελευταία χρόνια έχουμε πάνω από 20.000 αποχωρήσεις, διαφόρων ειδικοτήτων και ελάχιστες προσλήψεις. Το πλέον δυσάρεστο είναι ότι ο κόσμος που φεύγει αντικαθίσταται με εργαζόμενους που προσλαμβάνονται με ελαστικές μορφές απασχόλησης, όπως επικουρικό προσωπικό, ή ανέργους μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ και εργαζόμενους με ατομικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Αυτή η πορεία, κάθε άλλο παρά σταθερότητα παρέχει σε εμάς τους εργαζόμενους και γι’ αυτό ως συνδικαλιστικό όργανο εκφράζουμε διαρκώς την ανησυχία μας για το τι μέλλει γενέσθαι. Από την καθαριότητα και την εστίαση, μέχρι την τεχνική υπηρεσία και το διοικητικό τμήμα του Νοσοκομείου, είναι υπηρεσίες που είτε μελετάται είτε έχουν ήδη δοθεί σε ιδιώτες. Ζητάμε απερίφραστα την ύπαρξη μόνιμων οργανικών θέσεων στο ΕΣΥ και σταθερή εργασία για όλους».
Μεγαλώνει η ανησυχία για το 2ο κύμα covid19, αδράνησε το Υπουργείο Υγείας
Η πανδημία του κορωνοϊού, παρά το γεγονός ότι δεν «έδειξε τα δόντια της» στην περιοχή μας, αν και το Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης διαχειρίστηκε περιστατικά από όλη την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ανέδειξε και αναδεικνύει όλες τις μέγιστες αδυναμίες του ΕΣΥ, με τις ελλείψεις στο προσωπικό, τα μέσα και τον προϋπολογισμό.
«Στο 2ο κύμα θα έχουμε άραγε υλικά και μέσα προστασίας για να είμαστε έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε ; Θα έχουμε μάσκες και στολές για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και τους ασθενείς μας;» διερωτάται ο κ. Μεντίζης, με φόντο και την πρόσφατη καταγγελία του ΣΥΚΝΕ για προμήθεια ακατάλληλων μασκών από το Υπουργείο Υγείας για το προσωπικό του ΠΓΝΑ, και συμπληρώνει:
«Αν θέλουμε να κάνουμε έναν απολογισμό για τον τρόπο που ανταποκρίθηκε το ΕΣΥ στο 1ο κύμα της πανδημίας, θα έλεγα πως εκεί που στηριχθήκαμε, με αποτέλεσμα να προκύπτει και αυτή η ενίσχυση της ΜΕΘ με έξτρα κλίνες, ήταν πολύ περισσότερο σε χορηγίες και πολύ λιγότερο στην παρέμβαση του κράτους. Αυτό, φυσικά, δεν είναι κάτι που καταγγέλλουμε, αλλά θα πρέπει να συνεχιστεί, ώστε να νιώσουμε όλοι περισσότερη ασφάλεια. Όμως, αυτά που θα έπρεπε να είχε κάνει το Υπουργείο, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ 1ου και 2ου κύματος, δεν έγιναν. Δεν υπήρξε επαρκής προσπάθεια, ώστε να δημιουργηθεί μία παρακαταθήκη. Υπήρξε αδράνεια σε αυτό το κομμάτι, κι ας ελπίσουμε ότι δεν θα τη βρούμε μπροστά μας».
Με 4 εργαζόμενους ενισχύθηκε, ουσιαστικά, το ΠΓΝΑ!
Όπως σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΥΚΝΕ, το τελευταίο διάστημα προσελήφθησαν στο Νοσοκομείο 54 εργαζόμενοι, κυρίως νοσηλευτές, αλλά και τραυματιοφορείς, βοηθοί θαλάμων κτλ. Ωστόσο, λόγω της έξαρσης της πανδημίας, 50 εργαζόμενοι, πολλοί από τους οποίους ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, χρειάστηκε να αποχωρήσουν με άδειες ειδικού σκοπού. Έτσι, ουσιαστικά, η πραγματική ενίσχυση του νοσοκομείου, κατά το προηγούμενο διάστημα και μέχρι να επιστρέψουν οι αδειούχοι, ήταν απειροελάχιστη. Επιπλέον, οι νέοι εργαζόμενοι δεν είναι μόνιμοι, αφού έχουν προσληφθεί με διετείς συμβάσεις.
«Επίσης, τον Οκτώβριο αποχωρούν εργαζόμενοι από την καθαριότητα και τον Φεβρουάριο θα αποχωρήσει ένας σεβαστός αριθμός υπαλλήλων από το διοικητικό τμήμα. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία σταθερότητα, ώστε να εξασφαλίζεται, σε βάθος χρόνου, η ενίσχυση του ΕΣΥ και η παροχή καλύτερης φροντίδας στους πολίτες… Η Διοίκηση κάνει ό,τι περνά από το χέρι της, έχουμε καθημερινή επαφή και συνεργασία σε πολύ καλό πλαίσιο. Με τα λίγα μέσα που διαθέτει το ΔΣ κάνει σημαντική προσπάθεια για να ανταποκριθούμε στο έργο μας», επισημαίνει ο κ. Μεντίζης, ο οποίος αναφέρεται και στα θετικά και σημαντικά βήματα που έχουν γίνει, κόντρα στις δυσκολίες, για την αναβάθμιση και την ανάπτυξη των υπηρεσιών του Νοσοκομείου, παρέχοντας μεγαλύτερη ασφάλεια στον κόσμο.
«Το Νοσοκομείο μας έχει αναπτύξει πολλές ειδικότητες, εργαστήρια, τμήματα, με ένα πλαίσιο αντιμετώπισης πολλών περιστατικών από όλη την ΑΜΘ. Δυστυχώς, όμως, δεν έχει υπάρξει ένα γενναίο έργο ενίσχυσης όλων των ειδικοτήτων, όλα αυτά τα χρόνια. Πώς να αντιμετωπίσουμε, για παράδειγμα, τη λίστα χειρουργείων, με 4.500 άτομα στην αναμονή, όταν έχουμε τη δυνατότητα να λειτουργήσουμε μόνο 2-3 χειρουργικές αίθουσες κάθε φορά; Αυτό φθείρει τους εργαζόμενους, ενώ η μακροχρόνια αναμονή προκαλεί μεγάλη αγωνία στον κόσμο, αναγκάζοντας, όσους έχουν τη δυνατότητα, να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα».
Όσο για κρούσματα κορωνοϊού στο προσωπικό του ΠΓΝΑ, ο πρόεδρος του ΣΥΚΝΕ σημειώνει πως υπήρξαν κάποια, αλλά ιχνηλατήθηκαν γρήγορα, με αποτέλεσμα, χάρις στον επαγγελματισμό των εργαζομένων να μην υπάρξει περαιτέρω διασπορά.
«Και γι’ αυτό θα ήθελα να δώσω τα εύσημα στο προσωπικό του νοσοκομείου μας, σε όλους τους τομείς, που, σε αντίθεση με άλλα νοσοκομεία, που έφτασαν μέχρι και στο σημείο να κλείσουν για κάποιες μέρες, επέδειξαν επαγγελματισμό και ετοιμότητα, ώστε να αποφύγουμε τη διασπορά».
INFO
Το σημερινό ΕΣΥ περιλαμβάνει 125 νοσοκομεία, 201 Κέντρα Υγείας (ΚΥ) και 1.487 Περιφερειακά Ιατρεία στις αγροτικές περιοχές, περίπου 200 πρώην Πολυϊατρεία του ΙΚΑ στις αστικές περιοχές που έχουν ενταχθεί πρόσφατα στο ΕΣΥ συγκροτώντας μαζί με τα ΚΥ το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ) καθώς και 127 Τοπικές Μονάδες Υγείας (Τo.Μ.Υ.) σε αστικές περιοχές. Η διάρθρωση αυτή θεωρείται επαρκής όσον αφορά τη νοσοκομειακή περίθαλψη, ωστόσο η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας εξακολουθεί να υπολειτουργεί, ενώ και η πιο πρόσφατη παρέμβαση με την ίδρυση των Τo.Μ.Υ. εφαρμόστηκε μόνο κατά το ήμισυ του αρχικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να καλύπτεται μόνο το 1/5 του αστικού πληθυσμού. (από έκθεση της διαΝΕΟσις)