της Γιώτας Αγαπητού
Κυριακή 21 Μαΐου οι πολίτες θα πάνε στις κάλπες να εκλέξουν για μία ακόμα φορά εκείνον που θεωρούν ικανό να τους αντιπροσωπεύσει και να δημιουργήσει όπως τους έταξε ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτούς και τα παιδιά τους.
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, αντίστοιχες μέρες, το μυαλό ταξιδεύει σε στιγμές που έμειναν αναλλοίωτες στη μνήμη όσων τις έζησαν. Τότε που στον αέρα ανέμιζαν πολύχρωμες πλαστικές σημαίες πράσινες, γαλάζιες και κόκκινες. Οι δρόμοι, όπως και οι κολώνες της ΔΕΗ, ήταν γεμάτες από αφίσες με τα πρόσωπα των πολιτικών αρχηγών, αλλά και των υποψηφίων μνηστήρων της βουλής, που χαμογελούσαν επιτηδευμένα μπροστά στο φακό, έχοντας ένα βλέμμα πονηρό και λάγνο, όλο υπόσχεση. Αργότερα, όταν τελείωναν οι εκλογές, όλα αυτά μετατρέπονταν σε άμορφους τόνους σκουπιδιών, που οι πόλεις και τα χωριά έκαναν μέρες να ξεφορτωθούν.
Ο λαός σε κάθε προεκλογική συγκέντρωση παραληρούσε φωνάζοντας ρυθμικά τ’ όνομα του πολιτικού αρχηγού του, καθώς στα μάτια του φάνταζε σαν ένας μικρός Έλληνας θεός. Εκείνες τις στιγμές θυμάμαι τη μουσική να παίζει στη διαπασών σκεπάζοντας τα πάντα. Μόνο οι κόρνες και οι ντουντούκες συναγωνίζονταν τις νότες που κάλυπταν την ατμόσφαιρα. Οι συζητήσεις των κομματικών οπαδών θύμιζαν τα βουητά που κάνουν οι μέλισσες μέσα στα μελίσσια τους. Οι καρδιές όλων χτυπούσαν δυνατά, ανυπομονώντας ν’ αντικρύσουν εκείνον τον ηγέτη ο οποίος τους έταζε ένα καλύτερο μέλλον, όχι μόνο συλλογικό, αλλά και ατομικό, που ίσως να στηρίζονταν και σε προσωπικές γνωριμίες. Χειραψίες, αγκαλιές και χειροκροτήματα σ’ ένα καλά στημένο σκηνικό υπερβολής, το οποίο συμβάδιζε με τη δεκαετία του ογδόντα που το φιλοξενούσε. Η χώρα ήταν βαμμένη πολιτικά κυρίως με δύο χρώματα, το πράσινο και το γαλάζιο, με μία μικρή πινελιά κόκκινου.
Σε συνθήκες έντονης πόλωσης και φανατισμού, οι πολιτικοί είχαν μετατραπεί σε λαϊκά είδωλα, τούς οποίους ο κόσμος λάτρευε σαν να ήταν σταρ του σινεμά. Συχνά τους αποκαλούσε με τα μικρά τους ονόματα και κείνοι για ν’ ανταποδώσουν τις εκδηλώσεις λατρείας, τούς χάριζαν το πιο λαμπερό τους χαμόγελο κι ένα θερμό σφίξιμο του χεριού. Προσιτά απρόσιτοι, έβγαζαν προς τα έξω το πιο ανθρώπινο και ελιτίστικο πρόσωπό τους. Όλα αυτά διαδραματίζονταν στην εποχή της ασπρόμαυρης δημόσιας τηλεόρασης, του κυρίαρχου έντυπου τύπου και των φτηνιάρικων, χωρίς ίχνος αισθητικής ή ποιότητας, βιντεοταινιών. Ήταν όμως και η εποχή των μεγάλων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων για την ανάπτυξη της χώρας. Μιας χώρας που τα βράδια ξενυχτούσε στα μπουζουξίδικα, σπάζοντας πιάτα και ραίνοντας με λουλούδια τους καλλικέλαδους βάρδους της νύχτας, ξοδεύοντας πάκα από πεντοχίλιαρα.
Οι προεκλογικές περίοδοι των δεκαετιών του ογδόντα και του ενενήντα διέφεραν κατά πολύ απ’ αυτές που ζήσαμε και ζούμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Θυμάμαι τους βουλευτές οι οποίοι όπου κι αν πήγαιναν ο κόσμος τούς υποδέχονταν ως σωτήρες, ενώ εκείνοι απλόχερα τούς τάζανε λύσεις που σπάνια πραγματοποιούνταν. Τότε, στην άγουρη ακόμα παιδική μου μνήμη, αποτυπώθηκαν έντονα ο Φίλιππος κι ο Κωνσταντίνος, οι οποίοι ήταν βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων που κυριάρχησαν από τη μεταπολίτευση και μετά στην πολιτική σκηνή. Αυτοί οι άντρες εκπροσώπησαν για τετραετίες στη βουλή ένα μικρό ακριτικό νομό, που δυστυχώς όμως είχε καταφέρει να χωριστεί σε δύο πολιτικές παρατάξεις.
Συχνά τέτοιες μέρες ο νους μου ταξιδεύει σε εικόνες και γεγονότα μιας άλλης εποχής. Τότε που η τηλεόραση μετέδιδε ζωντανά τις προεκλογικές συγκεντρώσεις των πολιτικών αρχηγών, οι οποίες κάθε φορά γέμιζαν τις κεντρικές λεωφόρους των μεγαλουπόλεων. Πλάνα που σκηνοθετούνταν από τους καλύτερους του είδους. Οι συγκεντρώσεις αυτές, ανάλογα με τον κόσμο που είχαν και τον παλμό που εξέπεμπαν, μετέφεραν το μήνυμα της νίκης. Όταν όμως έφτανε το σαββατοκύριακο των εκλογών απαγορεύονταν η κατανάλωση αλκοόλ για ευνόητους λόγους. Άλλωστε, όπως ανέφερα, βιώναμε εποχές πόλωσης και κομματικού φανατισμού.
Όλα αυτά τα γεγονότα καταγράφτηκαν ασυναίσθητα στη μνήμη μου όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί, γιατί μου φαίνονταν αστεία και υπερβολικά. Τώρα που διανύουμε μία ακόμα προεκλογική περίοδο, η οποία κοντεύει στο τέλος της, αναδυθήκαν ξανά στην επιφάνεια, όχι τόσο για να κάνουν την αυτονόητη σύγκριση με το σήμερα, όσο για να μελαγχολήσουν την ψυχή αυτού του μικρού παιδιού που κουβαλάω μέσα μου και που τώρα – ως ενήλικας – μου προκαλούν θλίψη. Άλλωστε τόσα χρόνια χιλιάδες ψέματα και υποσχέσεις έχει ακούσει αυτό το μεγάλο πια παιδί από τους πολιτικούς, ελάχιστους από τους οποίους όμως θυμάται. Ίσως γιατί οι περισσότεροι υπήρξαν τόσο αδιάφοροι και ανύπαρκτοι που το μόνο που κατάφεραν ήταν να πιάσουν ένα έδρανο στον ιερό χώρο της βουλής για κάποια χρόνια. Όπως εξάλλου το ίδιο θα κάνουν και τόσοι άλλοι που θα ‘ρθουν και τ’ όνομά τους απλά θα γραφτεί στο μακρύ κατάλογο της κοινοβουλευτικής ιστορίας.
Ωστόσο την Κυριακή των εκλογών οι πολίτες θα κληθούν και πάλι να ψηφίσουν. Ας ευχηθούμε λοιπόν να μιλήσει εκείνο το μικρό ευαίσθητο παιδί που κρύβουν όλοι μέσα τους και που απαιτεί από τον ενήλικα εαυτό του να επιλέξει με βάση το συλλογικό συμφέρον, αφήνοντας στην άκρη τις μικροπολιτικές και πελατειακές του επιδιώξεις, ώστε να παραδώσει αύριο ένα πιο δίκαιο μέλλον στα παιδιά του.