της Γιώτας Αγαπητού
Άργησε φέτος να χειμωνιάσει.
Τα πουλιά έχασαν το δρόμο τους για μακρινούς κι εξωτικούς κόσμους.
Εκεί όπου τα πρέπει ίσως και να μην έχουν θέση στη ζωή των ανθρώπων, μιας κι ελεύθεροι τραγουδούν, υμνώντας τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο.
Σε τόπους όπου οι κάτοικοι έμαθαν να συμβιώνουν με την πείνα, τη φτώχεια και την ανέχεια, που σπρώχνει τα κορίτσια, πριν προλάβουν να γίνουν γυναίκες, στην αγκαλιά πελατών που αγοράζουν τον έρωτα.
Ενώ πιο δίπλα μυξιάρικα παιδιά, ξυπόλητα μέσα στις λάσπες, κάνουν παρέα με αδέσποτες γάτες, ζητιανεύοντας για λίγα κέρματα.
Ποιος ξέρει; ίσως με αυτά καταφέρουν κάποτε να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Τα βλέμματά τους για λίγο καρφώνονται στον ουρανό, κοιτάζοντας με ζήλια τα πουλιά που έρχονται να ξεχειμωνιάσουν στο δικό τους τόπο.
Τα παιδιά όμως ονειρεύονται να φύγουν μακριά. Να μπουν σε βάρκες διασχίζοντας τη θάλασσα και σαν άλλα χελιδόνια να χτίσουν τη φωλιά τους σε μέρη όπου ο χειμώνας δίνει τη θέση του στην άνοιξη και κείνη με τη σειρά της στο καλοκαίρι, σ’ ένα αέναο χορό εναλλαγών και δημιουργίας.
Γιατί κουράστηκαν να παλεύουν με την αρρώστια και την εκμετάλλευση από τους πολιτισμένους. Εξάλλου δεν έχουν να θυσιάσουν άλλα δάκρυα για τις μανάδες και τις αδερφές τους, καθώς δεν αντέχουν άλλο πια να τις βλέπουν να μάχονται για να ξεφύγουν χωρίς ελπίδα από το προδιαγεγραμμένο πεπρωμένο των προγόνων τους.
Αύριο που θα γίνουν άντρες η κοινή τους μοίρα, η τόσο βαθιά δεμένη με τη γη που γεννήθηκαν, ίσως τους αναγκάσει να γίνουν πιο σκληροί κι από τον ίδιο τον θάνατο, λησμονώντας ότι κάποτε δάκρυζαν για τα κορίτσια που τώρα οι ίδιοι εκμεταλλεύονται και κακοποιούν για λίγα χρήματα.
Άλλωστε ποιος ενήλικας θυμάται τις σκέψεις και τα συναισθήματα που βίωσε όταν ήταν παιδί;
Ο Abubakar στέκεται στην άκρη του δρόμου πίσω από τις γυναίκες που κάνουν πιάτσα, πουλώντας το κορμί τους για λίγα αργύρια στη νέα γη της επαγγελίας. Αυτός αργότερα θα τ’ αρπάξει με τη βία. Τώρα πια βρήκε άλλα κορίτσια. Ξέχασε την όμορφη κοπέλα με το εβένινο δέρμα και τα μακριά μαύρα μαλλιά, που έπεφταν σαν σκοτεινά αστέρια πάνω στο νεανικό πρόσωπό της. Εκείνο το μελαγχολικό κορίτσι που τ’ όνομά της στον τόπο τους σημαίνει «Όμορφο Λουλούδι της Βροχής».
Όμως το Λουλούδι μαράθηκε την ώρα που άφηνε μέσα στις λάσπες να βουλιάζουν τα πεινασμένα της παιδιά. Εκείνη για να τα καθησυχάσει, τους έταξε την ώρα που έφευγε ότι το κάνει για να έχουν ένα καλύτερο αύριο.
Τώρα, η Firum Ayana, με το βλέμμα καρφωμένο έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο, ψιθυρίζει λέξεις στο μικρό χελιδόνι που ξέχασε να πετάξει γι’ άλλα μέρη. Τις συλλαβίζει μία μία για να τις μεταφέρει ως τελευταίο μήνυμα στα παιδιά της. Το ξέρει όμως ότι πεθαίνει. Γι’ αυτό και μετράει με μάτια δακρυσμένα τις στιγμές που τις απομένουν με τους χτύπους του ρολογιού που κρέμεται στον ψυχρό θάλαμο του νοσοκομείου.
Σιωπή!
Το χελιδόνι ασυναίσθητα κοιτάει μέσα στο δωμάτιο, χτυπώντας δυνατά το τζάμι. Είναι η ώρα να πετάξει. Ανοίγει τα φτερά του, παίρνοντας μαζί με τα λόγια και την ψυχή της μακριά από ένα σώμα που γέρασε νωρίς μέσα στη φτώχεια, τα σκοτεινά υπόγεια και τα πορνεία, για να την εναποθέσει ευλαβικά σαν κάτι ιερό πάνω στην καυτή άμμο της ερήμου, πραγματοποιώντας έτσι την τελευταία της επιθυμία.
Η γυναίκα αυτή όταν κάποτε ήτανε κορίτσι ονειρευόταν να γίνει, όπως λέει άλλωστε και τ’ όνομά της, ένα όμορφο λουλούδι της βροχής. Η μοίρα όμως την ανάγκασε να βιώσει όλη την ασχήμια του κόσμου.