ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΕΝΤΕΣ
Νοέμβρης
Mε μια κραυγή και δυό τουφεκιές απανωτές ξεκίνησε η παγάνα. Παγάνα για αγριογούρουνα, στο δάσος στην άκρη στο μεγάλο ποτάμι.
Τα καρτέρια είχαν πάρει τις θέσεις τους.
Ο μήνας Νοέμβρης, τυπικός. Τα σύννεφα σωρός κι΄άλλο δεν έχει. Μέρος δεν έβρισκε να περάσει φως ο ήλιος. Όλες οι ώρες ίδιες και το ξημέρωμα ήταν κάτι σαν αμφιλύκη. Φως θαμπό, φως του Νοέμβρη. Άπνοια.
Το δάσος ήταν μεγάλο και πυκνό. Είχε αρμυρίκια, λεύκες που ξεμυτούσαν σε συστάδες, κληματίδες που κρέμονταν κουρτίνα, και βατσινιές αδιάβατες. Από παντού έσταζε υγρασία. Στο ποτάμι σχηματίζονταν ατμίδες ανεβαίνοντας ως πάνω στο ανάχωμα. Έφτιαχναν σχήματα που κρατούσαν δυο στιγμές και άπλωναν ύστερα και χάνονταν στον πηχτό αέρα. Εδώ ένα κάστρο με τις επάλξεις του. Να κι ένα άλογο που καλπάζει. Ένας δράκος, …… ή μήπως δέντρο; Μια κοπέλλα με τα μαλλιά της που ανεμίζουν. Ένα ξωτικό. Αλλού ένα σύμπλεγμα σαν με κεφάλια πολλά στρατιωτών παραταγμένων για μάχη ………. ή μήπως ανθρώπων σε πορεία;
Σχηματίζονταν και χάνονταν αμέσως μετά. Κάθε πιθαμή της όχθης του μεγάλου ποταμού είχε να πει μια ιστορία. Τέτοιες ώρες οι μνήμες, όλες οι εμπειρίες παλιές και πρόσφατες που κουβαλούσε μέσα του το τοπίο, έρχονταν σαν Δροσουλήτες να το στοιχειώσουν.
Μια τέτοια ώρα είχε στηθεί καρτέρι στο μικρό πέταλο -μιας στροφής του μεγάλου ποταμού- να καλύπτει κάπου διακόσια βήματα εκατέρωθεν. Ένας κυνηγός.
Νεροπούλια περνούσαν δίπλα του πετώντας χαμηλά μα δεν τα πρόσεχε. Ήταν ολόκληρος προσηλωμένος και ταγμένος στην παγάνα. Πρόσεχε μόνο όσα συνέβαιναν μπροστά του μέσα στο δάσος. Περίμενε την στιγμή. Μα η στιγμή αργούσε νάρθει.
Τα σκυλιά γάβγιζαν αραιά και πού. Μόνο τα κουδούνια τους άκουγε καθώς περιφέρονταν ιχνηλατώντας, αργά να πλησιάζουν. Ώρα ακαθόριστη, είπαμε. Στήσιμο και αναμονή και ανία – αρχή βαρεμάρας.
Το δάσος συνεχίζονταν στην απέναντι όχθη του ποταμού, κάτω από άλλη όμως σημαία. Το μικρό πέταλο έβγαινε προκλητικά μέσα σε ξένη επικράτεια, ολόκληρο καλυμμένο από το δάσος με μόνο το ανάχωμα και το ποτάμι ανάμεσα να διακόπτουν τη συνέχεια των δέντρων. Τα ίδια δέντρα, ίδιο χώμα, ίδιο νερό κι’ εδώ κι’ απέναντι. Πέρασμα. Σημείο φυγής αμφίδρομης η κορυφή του πέταλου, όπως έδειχναν τα πολλά και απανωτά πατήματα ανθρώπων και ζώων να πηγαίνουν αδιάκριτα και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Κι’ άλλη τουφεκιά. Ο ήχος χτύπησε στο χαμηλό ταβάνι του ουρανού κι’ ύστερα άπλωσε σαν σεντόνι πάνω στα νερά του ποταμού που κυλούσαν βαριά και κουρασμένα. Τα σκυλιά γάβγιζαν έντονα τώρα, επίμονα, στον τόπο. Για πολλοστή φορά ο κυνηγός εκτίμησε το πεδίο γύρω του και έλεγξε τ’ όπλο του. Είχε ένα δίκαννο παλαιϊκό, παλιομοδίτικο, με κοντές κάννες και κοντάκι χιλιοταλαιπωρημένο. Το όπλο του παππού, ύστερα του πατέρα, που κατέληξε στον γιό, τελευταίο κρίκο μιας αλυσσίδας ανθρώπων που η αρχή της χάνονταν πέρα από τα όρια της Μνήμης. Μυστήριων ανθρώπων που έρχονταν και ξανάρχονταν να φυλάξουν στο ίδιο σημείο καρτέρι για αγριογούρουνα αιώνες τώρα. Πριν εφευρεθεί το μπαρούτι, κρατώντας τόξα και λόγχες οι παλιότεροι.
Κι’ άλλη τουφεκιά. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από το δάσος, βρήκε ψηλαφητά και έβαλε στο στόμα του ένα τσιγάρο σβηστό για παρηγορία.
Ο πατέρας του ήταν σαφής : «Μην γελαστείς και καπνίσεις στο καρτέρι! Από τρία χιλιόμετρα σου κόβει τον αέρα το χαϊβάνι αν μυρίσει τον καπνό, και να δεις για πότε κάνει πίσω! ………Τη μέρα σου θα χάσεις και θάσαι άξιος της τύχης σου! Έχουν μυαλό τα θηράματα και βρίσκουν πάντοτε την άκρη ………Τί νόμισες!…….Σαν και σένα είναι;»
Τα γαβγίσματα έγιναν ακόμα πιο έντονα. Ο κυνηγός αναθάρρησε και γονάτισε σε μια τούφα. Επιτέλους! Πιο κοντά τώρα. Δίωξη. Το θήραμα σηκώθηκε από το γιατάκι του. Έρχεται.
Ακόμα πιο κοντά. Έβλεπε θάμνους να παραμερίζονται. Βήματα άκουγε τροχάδην πάνω στο υγρό χώμα. Έβλεπε, άκουγε και περίμενε έτοιμος για όλα. Ο κυνηγός μετρούσε στιγμές, μέτρα και καρδιοχτύπια.
Υπολόγησε νοερά την πορεία του θηράματος : «Εδώ θα βγεί……..να περάσει το ανάχωμα……… άντε να δούμε ………..».
Δυο καρακάξες πετάχτηκαν κράζοντας. Ρουφιάνους τις έλεγαν οι κυνηγοί γιατί τέτοιες στιγμές πρόδιδαν με το ξεπέταγμά τους την θέση του θηράματος.
Είδε κίνηση και ταραχή μεγάλη στο πυκνό μπροστά του ο κυνηγός, σήκωσε το όπλο, επώμισε και στάθηκε περιμένοντας να δει καλά και να βεβαιωθεί προτού ρίξει, σίγουρος πλέον ότι αυτή ήταν η μέρα του.
Έτσι, με ένα κράκ! άνοιξαν οι θάμνοι και βρέθηκε να σημαδεύει αντί για θήραμα δυο ανθρώπους που πετάχτηκαν μέσα απ΄ τα πυκνά πάνω στ΄ανάχωμα.
Δυο άνθρωποι, δυο ξένοι. Πολύ ξένοι όμως. Από άλλο κόσμο, θάλεγες από άλλο πλανήτη. Ένας ψηλός, κι΄ένας κοντότερος, ανταριασμένοι, πετσοκομένοι, ρημαγμένοι, ισοπεδωμένοι κι’ όρθιοι ακόμα. Δυο άνθρωποι κατατρεγμένοι.
Κουβαλούσαν πάνω τους φρίκη και θάνατο από δυο τουλάχιστο ηπείρους κι’ είχαν περάσει ατέλειωτες ώρες αγρύπνιας, μέρες πείνας, βδομάδες αρρώστιας, μήνες αναμονής και ματαίωσης και εξευτελισμού.
Είχαν γευτεί την κόλαση επί γης, μαντρωμένοι σε κρύπτες – κιβούρια για ζωντανούς, κεφάλι και πόδια ένα.
Οι σόλες τους είχαν φαγωθεί σ’ αμέτρητα χιλιόμετρα, μαρτυρώντας νύχτες ολόκληρες φυγής με την βροχή κατάμουτρα και την ανάσα της απειλής στο σβέρκο.
Ο κοντός φορούσε ένα σακί από λιπάσματα με τρεις τρύπες να περνούν χέρια και κεφάλι, για αντιανεμικό. Πατόκορφα μέσα στη λάσπη. Μόνο τα μάτια τους γυάλιζαν.
Ήρθαν και στάθηκαν μπροστά του στα πέντε βήματα με δυο κάννες να τους σημαδεύουν.
Ζωντανός ζωγραφικός πίνακας με τίτλο «Έλεος!»
«Μη ρίχνεις! Μη ρίχνεις! Παρακαλώ! Φίλοι! Φίλοι!» φώναξαν και οι δυο με μια φωνή. Αγγλικά της απόγνωσης.
Μετά τη φωνή, η σιωπή. Στάθηκαν και κοιτάζονταν δίβουλοι όλοι. Μια στιγμή, δυο στιγμές, που ήταν ώρες. Η ψυχή ολονών στο στόμα. Καθένας τους, άκουγε την καρδιά του διπλανού να σφυροκοπά, και θαρρούσε πως ήταν η δική του. Ο κυνηγός χαμήλωσε το όπλο και το κρέμασε στον ώμο. Τα γόνατά του κόπηκαν. Έκανε προσπάθεια αδυνατώντας να ξεπεράσει τον τρόμο που πήρε καθώς συνειδητοποίησε ότι σε τόση μικρή απόσταση τους είχε κυριολεκτικά στο έλεός του. Αν είχε βιαστεί να πατήσει τη σκανδάλη, θα τους είχε πάρει και τους δυο η τουφεκιά με τα εννιάβολα.
«Κάντε πίσω! Φύγετε από δώ!» Μίλησε στη μητρική του γλώσσα και τους έκανε νόημα με το χέρι. Κατάλαβαν. Στράφηκαν να φύγουν, κι΄ αμέσως το μυαλό του πήρε άλλες στροφές. Μετάνιωσε.
«Στόπ! Σταθείτε! ….. Στόπ μωρέ είπα, που να με πάρει!» φώναξε. Κι’ εκείνοι τότε μαρμάρωσαν στον τόπο. Γύρισαν με τα χέρια ψηλά, έτοιμοι ως φαίνεται για το χειρότερο. Το αίμα είχε φύγει από τα πρόσωπά τους.
Μα ο κυνηγός είχε αφήσει το όπλο στην άκρη κι’ έψαχνε γονατιστός ένα τορβαδάκι που είχε αφήσει εκειδά. Έψαχνε κι’ έβγαζε πραματάκια. Ένα πακέτο τσιγάρα. Ένα μήλο. Ένα μπουκάλι νερό. Έναν αναπτήρα. Μισή τυρόπιτα. Κάτι συκαλάκια ξερά, σ’ ένα στρατσόχαρτο. Έβαλε το χέρι του παραμέσα και βρήκε κι’ ένα σκούφο κι’ ένα ζευγάρι γάντια πλεχτά. Γύρισε το τορβαδάκι ανάποδα και το τίναξε. Άδειο. Έψαξε τις τσέπες του και βρήκε ένα ταλαιπωρημένο χαρτονόμισμα. Τάκανε όλα σωρό σε μιαν άκρη όπου ήτανε στεγνά, και τους τάδειξε πισωπατώντας.
«Πάρτε τα ρε παιδιά! Όλα δικά σας! Για σας είναι! Πάρτε τα μωρέ κουρκουζάνηδες, και μακάρι νάχα κι΄άλλα να σας δώσω, ανάθεμά την ανάγκη! ………….και συμπαθάτε με που σας λαχτάρησα ……..
Νερό κι’ αλάτι ρε παιδιά, τί να πεις …… μέρες που ζούμε ………. Νερό κι’ αλάτι, και καλό δρόμο, καλό ξεμπέρδεμα!»
Μ’ αυτά χώρισαν κι’ ο καθένας πήρε το δρόμο του κι’ η βροχή που ήρθε μετά μπέρδεψε όλων τα πατήματα.
Έτσι που κανένας δεν θυμόταν πλέον ποιος ήταν ο κυνηγός και ποιος το θήραμα.
Τέλος λοιπόν. Αίσιον ή όχι όσον αφορά εκείνους τους ανθρώπους, που πήγαν, τί απόγιναν, ο κυνηγός τουλάχιστο δεν τόμαθε ποτέ.
Τέλος έτσι απλά. Και μετά…….Τίποτα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
(Θόας Ιχνευτής : Γιάννης Τέντες)
Γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1960. Σπούδασε Βιοχημεία στην Αγγλία, και εργάστηκε ως μεταδιδακτορικός υπότροφος στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας στο Ηράκλειο Κρήτης. Το 1993 εκλέχθηκε Λέκτορας της Βιοχημείας στο Τμήμα Ιατρικής του Δ.Π.Θράκης όπου υπηρετεί, σήμερα στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή στο γνωστικό αντικείμενο της Βιοχημείας.
Για τις ανάγκες της έρευνας με την οποία ασχολείται, έχει εργαστεί κατά καιρούς σε πολλά εργαστήρια σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της αλλοδαπής όπως το Εργαστήριο Ιστοσυμβατότητας στο Παν/μιο της Πεννσυλβανίας, το Εργαστήριο Μοριακής Ιατρικής στο Παν/μιο της Βοστώνης, το Ludwig Institute for Cancer Research στην Ουψάλα της Σουηδίας και η Ογκολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστήμιου της Βιέννης στην Αυστρία.
Έχει δημοσιεύσει πολλές ερευνητικές εργασίες από το 1991 ως σήμερα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Το 2006 δημοσίευσε και το ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο «Ελθών Αναλάβω Σε»-Εκδόσεις Διόπτρα.
Είναι παντρεμένος με την Μάρθα Γκενοπούλου, και έχει δύο κόρες, την Χριστίνα και τη Θάλεια.