(Σιγά μη φωνάζετε… Η πόλη κοιμάται….. Και ζει το δικό της όνειρο! Της λησμονιάς της ιστορικής της διαδρομής!)
Του Θόδωρου Ορδουμποζάνη
Στις 11 Ιουλίου 2020 συμπληρώνονται 107 χρόνια από τη πρώτη απελευθέρωση του Δεδέαγατς από τον Ναύαρχο Κουντουριώτη και το θρυλικό Θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, (11 Ιουλίου 1913), χωρίς δυστυχώς να δοθεί ποτέ έμφαση σ΄ αυτήν την ιστορική επέτειο από τη τοπική κοινωνία και ιδίως τον Δήμο Αλεξανδρούπολης. Ίσως και να την αγνοούν οι διοικούντες τη πόλη και ίσως για αυτό περί άλλων πολλών …τυρβάζουν!
Το Ιστορικό
Η Βουλγαρία κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αντιμετώπισε το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών δυνάμεων από τους Συμμάχους της Ελλάδα, Σερβία και Μαυροβούνιο, για αυτό και είχε καταλάβει όλη τη Θράκη μέχρι την Τσατάλτζα, την Αν. Μακεδονία και ένα μικρό τμήμα της Κεντρικής Μακεδονίας μέχρι το Κιλκίς. Παρ΄ όλα αυτά ζητούσε να πάρει από τη Σερβία κάποια εδάφη και από την Ελλάδα τη Θεσσαλονίκη. Εξ αιτίας αυτών των διεκδικήσεων της κήρυξε ξαφνικά τον πόλεμο (τον Β΄ Βαλκανικό) εναντίον των πρώην συμμάχων της, στον οποίο ηττήθηκε, με αποτέλεσμα με την συνθήκη του Βουκουρεστίου που επακολούθησε η Ελλάδα να πάρει την Ανατολική Μακεδονία και για δύο μόνο μήνες το Δεδέαγατς μέχρι την Κορνοφωλιά.
Για τα γεγονότα της απελευθέρωσης του Δεδέαγατς, τον Αύγουστο του 1938, υπάρχει περιγραφή από έναν αυτόπτη μάρτυρα, του Υποναύαρχου Στέλιου Δ. Μαρομιχάλη, σε σχετική επιστολή του προς τον τότε Δήμαρχο της πόλης Κωνσταντίνο Αλτιναλμάζη, την οποία δημοσιεύει ο Αθανάσιος Κριτού στο βιβλίο του «Αλεξανδρούπολη, Η εκατοντάχρονη ιστορία της , 1978 – 1978», από την οποία και αντλούμε τα σχετικά με την απελευθέρωση της πόλης αποσπάσματα.
Η επιστολή
Αφού στην αρχή της επιστολής αναφέρεται στην ίδρυση το 1906 σχετικής οργάνωσης για την απελευθέρωση της Θράκης, φθάνοντας στο 1913 αναφέρεται στην απελευθέρωση από τον Ελληνικό Στόλο του Δεδέαγατς.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Στόλος υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτην, αφού κατέλαβεν την Καβάλα, με διοικητή του ναυτικού αγήματος κατοχής της πόλης τον Στέλιο Μαυρομιχάλη, ελλιμενίζετο εις τον λιμένα της και κρατούσε σε στενό αποκλεισμό τις ακτές, από τις εκβολές του Νέστου μέχρι και της Αίνου, με συνεχείς περιπολίες σκαφών. Την 28ην Ιουνίου 1913 τα Βουλγαρικά οχυρώματα του Δεδέαγατς έβαλον δέκα βολές κατά του πλοίου «ΜΥΚΑΛΗ» που περιπολούσε σε απόσταση 6.400 μέτρων από την πόλη και το ανάγκασε να απομακρυνθεί εκτός βολής, και συγχρόνως Βουλγαρικά πυροβόλα έριξαν βολές από τη Μάκρη και κατά του αντιτορπιλικού «ΛΟΓΧΗ» που περιπολούσε στη περιοχή. Την επομένη 29 Ιουνίου 1913 το θωρηκτό «ΨΑΡΡΑ», καθώς πραγματοποιούσε περιπολία πλησίασε την ακτή του Δεδέαγατς και διήλθε ήρεμα μπροστά από την πόλη. Αμέσως τα βουλγαρικά οχυρώματα άνοιξαν εναντίον του πυρ. Ο Κυβερνήτης του «ΨΑΡΡΑ», Πλοίαρχος Ανδρέας Μιαούλης (εγγονός του ομώνυμου μεγάλου Ναυάρχου της Επαναστάσεως του 1921), έκρινε ότι δεν έπρεπε να ανταποδώσει το πυρ για να μη βλάψει την πόλη και συνέχισε την περιπολία του προς Σαμοθράκη. Εκείνη την ημέρα όμως το θωρηκτό «ΨΑΡΡΑ», παρατήρησε ότι εις τους στρατώνες του Δεδέαγατς κυμάτιζε η σημαία του Ερυθρού Σταυρού της Γενεύης, μάλλον για να παραπλανούν τα Ελληνικά πλοία και να αποφεύγουν τον βομβαρδισμό.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Ιουλίου 1913, τα περιπολούντα ανοιχτά του Δεδέαγατς Ελληνικά πλοία ενημερώνουν τον Ναύαρχο Κουντουριώτη ότι οι Βούλγαροι, πιθανόν υποχωρούντες κάτω από τη πίεση της θυελλώδους προελάσεως του Ελληνικού Στρατού υπό τον Βασιλέα Κωνσταντίνο, πυρπολούσαν την πόλη του Δεδέαγατς.
Αμέσως διατάχθηκε από τον Ναύαρχο ο απόπλους του «ΑΒΕΡΩΦ» με την εντολή να πλεύσει αμέσως προς το Δεδέαγατς. Ήδη αναφερόταν ότι από απόσταση 5 και πλέον μιλίων φαινόταν απλωμένα πάνω από τη πόλη τεράστιες φωτιές και σύννεφα καπνών που μαρτυρούσαν ότι η πόλη είχε παραδοθεί στο πυρ.
Βουλγαρική γκραβούρα που απεικονίζει τις καταστροφές που προκάλεσε ο βομβαρδισμός του Δεδέαγατς από τους Συμμάχους.
Στις 5 η ώρα το απόγευμα της ιδίας ημέρας ο «ΑΒΕΡΩΦ» αγκυροβόλησε έξω από τη πόλη, ενώ από το λιμάνι ακουγόταν ζητωκραυγές από το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί και σε έξαλλη κατάσταση χαιρετούσε με Ελληνικές σημαίες και μαντήλια το αγκυροβολημένο έξω από το λιμανάκι Ελληνικό πολεμικό πλοίο. Στη συνέχεια ανέβηκαν επί του πλοίου ο μητροπολίτης Αίνου Ιωακείμ, ο Μουφτής της πόλης άλλοι Προεστοί και επίσημοι και υπέβαλαν τα σέβη τους στον ελευθερωτή Ναύαρχο Κουντουριώτη, τον οποίον πληροφόρησαν ότι οι Βούλγαροι φεύγοντας βιαστικά από τη πόλη, έβαλαν φωτιά στα αποθέματα σανού, τροφίμων και άλλων εφοδίων που είχαν αποθηκευμένα, προκειμένου να τα καταστρέψουν για να μη περιέλθουν στα χέρια των Ελλήνων και Τούρκων. Μάλιστα ο Υποναύαρχος Στέλιος Μαυρομιχάλης, στην επιστολή του προς τον Δήμαρχο Αλεξανδρούπολης Κ. Αλτιναλμάζη σημειώνει: «…Παραμένει ακόμη ζωηρά εις την μνήμη μου το ότι ο Λιμήν όλος εις μεγάλην έκτασιν ήτο εσπαρμένος από κεφαλοτύρια κόκκινα Βιτσέρης».
Η πυρκαγιά κράτησε αρκετές ημέρες και πέραν από τις καταστροφές που είχε προξενήσει είχε και ένα καλό για τη πόλη και τον Στόλο που ναυλοχούσε στο λιμάνι. Εξόντωσε και καθάρισε τη πόλη από τα σύννεφα με μύγες και κουνούπια που είχαν γεμίσει τη πόλη και δημιουργούσαν μεγάλο πρόβλημα στην υγεία του πληθυσμού.
Η Στρατιωτική και Πολιτική Διοίκηση της πόλης του Δεδέαγατς ανατέθηκε από τον Ναύαρχο Κουντουριώτη στον εκ των επιτελών του Θωρηκτού «ΑΒΕΡΩΦ» Στέλιο Μαυρομιχάλη, ο οποίος στην πιο πάνω αναφερθείσα επιστολή του περιγράφει τα της αποβίβασής του στη πόλη.
«…Αποβιβασθείς εν τω άμα επί κεφαλής αγήματος εγενόμην δεκτός από της αποβάθρας υπό των προκρίτων και των κατοίκων της πόλεως με επί κεφαλής τον Μητροπολίτην και Μουφτήν συναδελφωμένους εις ένα κοινόν πόνον, εκ των σκληρών μαρτυρίων, άτινα υπέστησαν από την Βουλγαρικήν κατοχήν και τιμητικώς συνοδευθείς – υπό του συνεχώς ζητωκραυγάζοντος πλήθους – μέχρι του Διοικητηρίου, ύψωσα εν τιμαίς την ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΣΗΜΑΙΑΝ και ανέγνωσα την διαταγήν της καταλήψεως πόλεως και της περιοχής της, ζητήσας την συμβολήν εις το έργον μου του γηγενούς πληθυσμού, ανεξαρτήτως θρησκείας και Φυλής. Οι Μωαμεθανοί κάτοικοι με υπεδέχθησαν με εξαιρετικήν χαράν δηλούντες εντόνως και απεριφράστως ότι, εάν επέπρωτο να αποχωρισθώσι της Οθωμανικής επικράτειας, θέλουν να ζήσουν ως Έλληνες, αφού κοινή καταγωγή και μακραίων αδελφική συμβίωσις μετά των Χριστιανών τοις δίδει τα αυτά συναισθήματα. Δεν παρέλειψα να τοις ομιλήσω εις την Οθωμανικήν γλώσσαν, γεγονός το οποίο τους συνήρπασε και να τοις ευχηθώ δια τας εορτάς του Ραμαζανίου, εις τας οποίας τοις ανήγγειλα ότι θα μετάσχω όχι μόνο εγώ, αλλά και οι Αξιωματικοί και άνδρες μου, όπερ και εγένετο αμέσως το ίδιο βράδυ…»
Ο Στέλιος Μαυρομιχάλης εγκαταστάθηκε αμέσως στο Διοικητήριο της πόλης ως εκπρόσωπος του Βασιλέως Κωνσταντίνου και επελήφθηκε με τη συνδρομή ντόπιων ανθρώπων όλων σχεδόν των υπηρεσιών της πόλης, ανασυγκροτήσας τις υπηρεσίες Διοικητηρίου, Δημαρχείου, Σχεδίου Πόλεως, Τελωνείου, Ταχυδρομείου, Δικαστηρίων, Αστυνομικής και Λιμενικής υπηρεσίας. Μάλιστα από τη πρώτη ημέρα αποκατέστησε τον φωτισμό στους δρόμους και επέβαλε συνεχή περίπολο εντός και εκτός της πόλεως, ώστε να υπάρξει ψυχική ηρεμία στον τοπικό πληθυσμό, που είχε ταλαιπωρηθεί από την παρουσία των Βουλγάρων στη πόλη. Μάλιστα, προέβει σε κατάσχεση στο Ταχυδρομείο όλων των Βουλγαρικών γραμματοσήμων και επιστολικών δελταρίων, και διατάχθηκε η επαναχρησιμοποίηση τους μετά από τη σφράγισή τους με την ένδειξη «Ελληνική Διοίκηση Δεδέαγατς» και την σφραγίδα με την ημερομηνία «13 Ιουλίου 1913», ημέρα της πρώτης κυκλοφορίας. Μετά την εξάντληση όλων αυτών των γραμματοσήμων, και επειδή δεν είχαν έλθει ακόμη από την Αθήνα τα κρατικά Ελληνικά γραμματόσημα, με εντολή του Κουντουριώτη, εκδόθηκε απλή σειρά γραμματοσήμων, η οποία επισημάνθηκε με τη σφραγίδα «Στόλος Αιγαίου».
Άποψη της Μάκρης κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1918)
Το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, με τη νέα σύστασή του, υπό την Προεδρία του Μητροπολίτου Αίνου Ιωακείμ, στην πρώτη του μετά την απελευθέρωση της πόλης συνεδρίασή του, ανακήρυξε επίτιμους Δημότες της πόλης τον Ναύαρχων Κουντουριώτη και το Στρατιωτικό Διοικητή της πόλης Αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Στέλιο Μαυρομιχάλη και έδωσε το όνομα του Ναυάρχου στη Κεντρική λεωφόρο της πόλης, εις δε τον τότε παραλιακό κήπο του Δήμου, όπου τις Κυριακές και γιορτές παιάνιζε η μουσική και ήταν το κέντρο της πόλης, έδωσε το όνομα «Φάληρον».Από τις πρώτες ενέργειες της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης ήταν να αποκατασταθεί η σιδηροδρομική γραμμή προς Θεσσαλονίκη και η τηλεγραφική και τηλεφωνική επικοινωνία της πόλης με την υπόλοιπη χώρα. Μάλιστα όπως αναφέρει στην επιστολή του ο Υποναύαρχος Στέλιος Δ. Μαρομιχάλης, μεταξύ του τροχαίου υλικού που κατασχέθηκε στο Δεδέαγατς από το Ελληνικό Ναυτικό ήταν και ο πολυτελής Α:υτοκρατοριός σιδηροδρομικός συρμός του Σουλτάνου, δώρο της αυτοκράτειρας των Γάλλων Ευγενείας προς τον Σουλτάνον Αβδούλ – Αζίζ, του μοναδικού Σουλτάνου που εξήλθε από την επικράτειά του κι με αυτόν τον συρμό είχε μεταβεί το 1867 στη Γαλλία. Τον συρμό αυτόν από περισσότερα από 30 βαγόνια με το Αυτοκρατορικό Ντουράν, επανδρωμένο με άνδρες από τα πληρώματα των Ελληνικών Καραβιών, απέστειλε ο Διοικητής της πόλης σημαιοστολισμένο και δαφνοστολισμένο δια της διαδρομής Γκιουμουλτζίνας – Ξάνθης – Δράμας – Σερρών στη Θεσσαλονίκη, ως δώρο στο Βασιλιά Κωνσταντίνο.
Το πλήρωμα του ΑΒΕΡΩΦ με τον Ναύαρχο Κουντουριώτη ανοιχτά του Δεδέαγατς
Με την υπογραφή της συνθήκη του Βουκουρεστίου, τα πράγματα άλλαξαν. Τα Ελληνικά σύνορα χαράχτηκαν στον ποταμό Νέστο και η Θράκη παραχωρήθηκε στους Βουλγάρους. Κατά τους όρους της συνθήκης αυτής οι Ελληνικές δυνάμεις έπρεπε μέχρι 11 Αυγούστου 1913 να εγκαταλείψουν τα εδάφη που είχαν καταλάβει από το Δεδέαγατς μέχρι και τη Κορνοφωλιά. Εν τω μεταξύ Τουρκικά στρατεύματα υπό τον Εμβέρ Πασά, αρχηγού της Επαναστάσεως των Νεότουρκων, ανακατέλαβαν την Ανατολική Θράκη, από την Αδριανούπολη μέχρι το Σουφλί και ήρθαν σε επαφή με τους Μουσουλμάνους της Κομοτηνής και Ξάνθης, τους οποίους εξόπλισαν και μετά από κοινή απόφαση των Ελλήνων, Αρμενίων και Ισραηλιτών, κήρυξαν την αυτονομία της Δυτικής Θράκης, την οποία διαχώρισαν σε τρεις Διοικητικές Περιφέρειες. Στη πρώτη, της Γκιουμουρτζίνας, διορίστηκε Πρόεδρος Μουσουλμάνος στις δε δύο άλλες (Δεδέαγατς και Σουφλίου) διορίσθηκαν Πρόεδροι Χριστιανοί. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν, όταν εμφανίσθηκαν τα Βουλγαρικά στρατεύματα για να καταλάβουν τη Θράκη σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, να αποκρουστούν από τους αυτονομιστές.
Τότε η Βουλγαρία παρακάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση να παρατείνει την παραμονή της στο Δεδέαγατς, για να μη εισέλθουν στη πόλη οι αυτονομιστές και ζήτησαν (οι Βούλγαροι) τη συνδρομή και παρέμβαση της Αγγλίας προς τη Τουρκία ώστε να πιέσει τους Αυτονομιστές να παραιτηθούν της Αυτονομίας, δεδομένου ότι υπήρξε Τουρκο-Βουλγαρική συμφωνία με την οποία δινόταν εγγυήσεις από τη Βουλγαρία προς τους Μουσουλμάνους της Θράκης.
Βούλγαροι αξιωματικοί στο λιμάνι του Δεδέαγατς
Τελικά στις 14 Σεπτεμβρίου `1913 η Διοίκηση κατοχής του Δεδέαγατς διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη πόλη και τη περιοχή μέχρι τη Κορνοφωλιά. Κατά την αναχώρηση του στόλου, μπροστά στο Λιμεναρχείο της πόλης στην παραλία έγινε η υποστολή της Ελληνικής σημαίας που κυμάτιζε εκεί από την 11ην Ιουλίου 1913, γεγονός που συγκίνησε τους κατοίκους που παρακολουθούσαν το θέαμα αυτό και τους έκανε να κλαίνε, σκεπτόμενοι το τι θα υποστούν από την επιστροφή των Βουλγάρων. Τότε ο Πλωτάρχης Κ. Μελάς, απευθυνόμενος προς την αρχόντισσα της πόλης Μαρία Φιμερέλλη της είπε «Μη κλαίγετε, η κατοχή μας ήτο ο αρρραβών της Θράκης με τη Μητέρα Ελλάδα. Οι γάμοι δεν θα αργήσουν».
Στη συνέχεια το άγημα επιβιβάσθηκε στον «ΑΒΕΡΩΦ» και απέπλευσε μαζί με τον Στόλο για Καβάλα και από εκεί για Θεσσαλονίκη, όπου αφού παρέλαβε τον Βασιλιά, πήγε στον Πειραιά.
Σημειώνουμε ότι επτά χρόνια αργότερα, την 14η Μαΐου 1920, ημέρα οριστικής ενσωμάτωσης της πόλης στον Εθνικό κορμό από την αποβίβαση στη πόλη του Ελληνικού Στρατού υπό τον Στρατηγό Κωνσταντίνο Μαζαράκη – Αινιάν, η πιο πάνω αρχόντισσα Μαρία Φιμερέλη, μετά τη δοξολογία μετέβει στο τηλεγραφείο και τηλεγράφησε στον Πλωτάρχη Μελά: «Σήμερα τελούμε τους γάμους της ενώσεώς μας μετά της Μητρός Ελλάδος».
Με την αποχώρηση του Ελληνικού Στόλου τερματίσθηκες μια μικρή περίοδος ελευθερίας της πόλης που διήρκησε δύο μήνες. Μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Στόλου, ακολούθησε η είσοδος στη πόλη των Βουλγάρων και η κατοχή από αυτούς, γεγονός που ανάγκασε μεγάλο μέρος του ντόπιου Ελληνικού Πληθυσμού να φύγουν ως πρόσφυγες στις περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας, δηλαδή πέρα του Νέστου ποταμού, που ήταν τα νέα σύνορα της Ελλάδας, όσοι δε παρέμειναν στη πόλη υπέστησαν τα πάνδεινα. Τόσο ο Χριστιανικός, όσο και ο μουσουλμανικός πληθυσμός.
Γραμματόσημα που εκδόθηκαν από τον Κουντουριώτη επάνω στο Θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ
Σημειώνω ότι το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα (καλοκαίρι του 1913) είχε εκδιωχθεί από τους Βουλγάρους η οικογένεια του πατέρα μου που διέμεινε στο Ορτάκιο του Βορείου Έβρου, το οποίο πλέον είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία των Βουλγάρων, για το λόγο ότι τόσο η οικογένεια του, όσο και ο αδελφός της μητέρας του, ήταν από τους πρωτοστατούντες στη περιοχή στον αγώνα για την απελευθέρωση της Θράκης. Πρόσφυγες τότε πληροφορήθηκαν ότι το Δεδέαγατς είχε απελευθερωθεί και διοικείτο από Έλληνες Αξιωματικούς του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, ήρθαν στη πόλη και ζήτησαν από τις Ελληνικές αρχές να τους επιτρέψουν να μείνουν μόνιμα στη πόλη. Πριν καλά καλά προλάβουν να τακτοποιηθούν στη νέα τους πατρίδα επακολούθησε η συνθήκη του Βουκουρεστίου με την οποία η πόλη παραχωρείτο στους Βουλγάρους. Και με την άφιξη εκ νέου στη πόλη των Βουλγάρων, εκδιώχθηκαν και πάλι από τους πρώτους και αναγκάσθηκαν να μεταβούν στους Τοξότες (τότε ονομαζόταν Όξιλαρ), δίπλα στον ποταμό Νέστο, όπου ήταν τα Ελληνικά σύνορα, και να παραμείνουν στη Σταυρούπολη ως πρόσφυγες, μέχρι την οριστική απελευθέρωση της Θράκης. Ο πατέρας μου τότε ήταν 11 χρόνων και είχε πλήρη εικόνα της μορφής της πόλης αλλά και των γεγονότων που διαδραματίσθηκαν την εποχή αυτή.