Όφις (Office)
Δώρα Γιαννακούδη
Είχα διαλέξει για σπίτι πριν χρόνια, τότε που ήμουν τρομαγμένη και σχεδόν αόρατη, ένα δέντρο με ρίζες τρανές, προχωρούσαν προχωρούσαν και τελειωμό δεν είχε η πορεία προς τα βάθη. Δροσιά το καλοκαίρι στα υπόγεια διαμερίσματά και ούτε φωνή ούτε φόβος. Θαλπωρή το χειμώνα, ένα ασφαλές καταφύγιο για να κοιμηθείς. Ρίζες χλωρές που σκάβουν χωρίς κάματο με τα χιλιάδες νύχια τους το χώμα, ρουφώντας αχόρταγα τις βροχές κάθε φθινόπωρο, όταν κλείνει το κεφάλαιο του θέρους, προστατεύοντας με από σίγουρο πνιγμό.
Μα όσο βαθιές οι ρίζες άλλο τόσο θεόρατα τα κλαδιά, με φύλλα πλατιά που ανάμεσα τους πουλιά και κάθε λογής έντομα κοντοστέκονται να πάρουν μια ανάσα. Φύλλα που με κρύβουν επιδέξια όταν θέλω απερίσπαστη να αγναντεύω τον κόσμο που απλώνεται μπροστά μου, τ’ άλλα ζωντανά κρυμμένα ανάμεσα στα σπαρτά και τους ανθρώπους με τις φωνές και το δύσοσμο ιδρώτα του μόχθου τους. Με μεγαλύτερη λαχτάρα όμως κοιτώ πέρα μακριά αυτή τη γυαλιστερή λωρίδα να τρέχει αδιάκοπα να ξεφύγει απ’ τη ρίζα της ως να φτάσει στο απέραντο νερό που σταματά στον ουρανό. Το ποτάμι. Πότε βρωμερό και πότε αστραφτερό κάτω απ’ τον ήλιο. Που άνθρωποι και ζώα βουτάνε μέσα του να δροσιστούν, να ξεπλύνουν την κούραση και τη σκόνη της δουλειάς, να κυνηγήσουν, να δραπετεύσουν, να ταξιδέψουν, να πνιγούν. Που ποτέ δε σωπαίνει, πάντα κάτι έχει να πει, σε όλους, στον καθέναν κάτι διαφορετικό. Το ποτάμι είναι που πρασινίζει κάθε άνοιξη τα χωράφια, κάνει τους σπόρους σπαρτά κι έπειτα καρπούς μέχρι το ανθρώπινο χέρι να τους κόψει άσπλαχνα.
Δουλεύουν οι άνθρωποι, δίπλα μας, ανάμεσα μας, μήνες πολλούς, καυτούς, παιδεύονται, πάντα κάτι προσμένουν. Μας φοβούνται, τους φοβόμαστε, μας σιχαίνονται, τους λυπόμαστε.
Τα μεσημέρια για δαύτους είναι τα πιο δύσκολα, όταν ο ήλιος μεσουρανεί και μ’ όλη του τη ζέση σκορπάει φως και θέρμη. Τα μεσημέρια, όλα τα δέντρα ζωγραφίζουν μια σκιερή περίμετρο και τους φιλοξενούν ακουμπισμένους στον κορμό τους, εργάτες κι αφεντικά. Ανοίγουν τα στόματα για να μοιραστούν πόνους, παράπονα κι αστεία. -Το γέλιο είναι ένας σχετικά υποφερτός ανθρώπινος θόρυβος. -Αλλά και για να στριμώξουν μέσα του ένα σωρό περίεργα φαγιά κι έπειτα άφθονο νερό. Κι όταν πια χορτάσουν, κοιτούν γύρω τους πιο προσεκτικά μην τυχόν και καραδοκούν επικίνδυνά ζωντανά και σωριάζουν στο χώμα τα πελώρια κορμιά τους. Το ροχαλητό τους, προϊόν εξάντλησης και μύτης μπουκωμένης απ’ το χώμα είναι ο πιο εκνευριστικός θόρυβος που τους συνοδεύει, μετά βέβαια από τον μονότονο ήχο των εργαλείων που χτυπούν αλύπητα τη γη αλλά κυρίως τον εκκωφαντικό θόρυβο των γιγάντιων, μεταλλικών τεράτων που τη βιάζουν χωρίς οίκτο.
Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς αλλά ξέχωρα, υπάρχει ένα κορίτσι. Μελαμψό, με τεράστια μάτια, ένα πρόσωπο όλο μάτια. Δεν κοιμάται ποτέ και δεν φοβάται να κάτσει στον ίσκιο του δικού μου δέντρου παρόλο που οι άλλοι σφυρίζουν πως στις ρίζες του τριγυρνάνε φίδια. – Είμαι σίγουρη πως δε μ’ έχει δει ποτέ κανένας, κρύβομαι όταν τους αντιλαμβάνομαι να πλησιάζουν, νιώθω το βάρος των βημάτων τους και την πνιγηρή, αψιά μυρωδιά τους.-
Το κορίτσι αφήνει κάθε αυγή που καταφτάνει το καραβάνι των εργατών, στη σκιά του δέντρου ένα παγωμένο παγούρι, μια μικρή, πλαστική σακούλα με φαγητό, τρία βιβλία κι ένα μολύβι, κάθε μέρα και λίγο πιο μικρό. Και ξεκινά. Πάνω, κάτω και πάλι από την αρχή. Δεν βαρυγκωμά κι ούτε ανταλλάσσει κουβέντα με κανέναν, κοιτά αποφασισμένη χαμηλά και μπροστά, ακόμη κι όταν γύρω της περιστρέφεται ένα σμήνος κουνουπιών, ακόμη κι όταν ο ήλιος σκαρφαλώνει ψηλά και στάλες ιδρώτα κυλούν στο μέτωπό της, ακόμη κι όταν φουσκάλες φυτρώνουν στις εφηβικές της παλάμες. Πατάει γερά παρόλο που το κορμί της είναι μικρό κι αέρινο μα ούτε φοβάται ούτε κοντοστέκεται. Σαν κάτι να λαχταρά μπροστά της και αποφασιστικά κινείται για να το φτάσει. Γι’ αυτήν η φύση είναι σύμμαχος και τα ζώα αδέρφια. Γι’ αυτήν, την ορφανή, η γη είναι μάνα κι όταν τη χτυπά χάνει ένα χτύπο απ’ την καρδιά της. Με τι καρδιά χτυπάς τη μάνα που σε γέννησε;
Όταν περάσει ώρα πολλή και τα χέρια πια έχουν μουδιάσει, τα μάγουλα πάρει φωτιά και το μυαλό θολώσει, έρχεται το αφεντικό και με βροντερή φωνή αναγγέλλει το διάλειμμα. Ένας αναστεναγμός βγαίνει από τα στόματα όλων, θροΐζουν τα φύλλα. Τότε με βήμα γοργό κι αθόρυβο, χαμογελαστή και με μια λάμψη στα τεράστια μάτια καταφτάνει και το κορίτσι στο δέντρο μου. Ξεπλένει το πρόσωπο και τα χέρια της και με χάρη γλιστρά ακουμπώντας την πλάτη της στον κορμό. Ανοίγει τη σακούλα και το βιβλίο, βγάζει ψωμί, τυρί, μια ντομάτα και το μολύβι. Και με σκυμμένο το κεφάλι πάνω στο βιβλίο γεμίζει το στόμα πότε με φαΐ και πότε μ’ ένα σκοπό σιγανό, τραγουδιστό σε μια γλώσσα σαν κι αυτή που κουβαλάει το ποτάμι απ’ τα μέρη που γεννήθηκε.
Γράφει, σβήνει είτε τραβώντας μια γραμμή είτε σαλιώνοντας το δάχτυλο. Γυρνάει σελίδες μπρος και πίσω, μουρμουράει σιγανά, φτάνει στην τελευταία σελίδα, και πάλι απ’ την αρχή σαν μια ιστορία που το τέλος της κρύβεται στην αρχή. Όση ώρα οι άλλοι τρώνε, χαζολογούν και κοιμούνται για να ξεκουραστεί το σώμα και το πνεύμα, το μυαλό του κοριτσιού δεν ξαποσταίνει. Μες το κεφάλι της όπως και στο χαρτί σβήνονται και γράφονται λέξεις, έννοιες, αριθμοί το ένα μετά το άλλο σαν γαϊτανάκι γνώσεων που την πηγαίνει χαρωπά κάπου, που;
Αυτός είναι ο τρίτος χρόνος που το κορίτσι δουλεύει στα κτήματα μπροστά απ’ το σπίτι μου. Κι απ’ όλα τα ζούδια που πετούν, περπατούν, κολυμπούν κι έρπουν, αυτή είναι το πιο όμορφο. Όχι το είδος της, όχι αυτοί οι εγωιστές, φαντασμένοι, σαδιστές. Μόνο το κορίτσι με την αφοβιά του, το τραγούδι του, το σκοπό του. Αυτή που κάθε απόγευμα πριν φύγει ποτίζει με όσο νερό μένει στο παγούρι της τις ρίζες του διψασμένου δέντρου που είχε γι’ ακόμη μια μέρα για γραφείο.
Τρία χρόνια που έρχεται εδώ, κάθε καλοκαίρι, δουλεύει με τους ίδιους ανθρώπους χωρίς να τους έχει φίλους. Τους χαιρετά ευγενικά και τους βοηθά αν χρειαστεί αλλά ποτέ δε θα τη δεις να μπλέκεται στη δουλειά, τις κουβέντες, τους καυγάδες, τις παρέες τους.
Κι αυτοί, τους ακούω πολλές φορές όταν πλησιάζουν, να την κατηγορούν και να την κοροϊδεύουν, με λόγια πικρά που με θυμώνουν. Ίσως να τη ζηλεύουν, ίσως να την φοβούνται που δεν είναι σαν κι αυτούς, που αυτή μέσα στο χώμα και κάτω από τον πυρωμένο ήλιο έχει βρει μια σκιά για να ξεφεύγει το μυαλό της κι ένα σκοπό για να ελπίζει πως του χρόνου δε θα’ ναι πάλι εδώ. Ακόμη κι ο αφέντης την κοιτά και της αποκρίνεται αγριωπά, την φορτώνει διπλή δουλειά παρόλο που είναι η πιο μικρή, η πιο τίμια κι εργατική, για να την πείσει πως εκεί στο χωμάτινο μόχθο βρίσκεται η θέση της.
Τότε, πολλές φορές κλαίει κρυφά και μουσκεύει το ψωμί της, μουντζουρώνει τις σελίδες της, δάκρυα, μολύβι και σκόνη. Άλλες φορές ανέκφραστη κοιτάει μακριά, προς τον ποταμό, εκεί που όλα κυλούν και τίποτα δεν περιμένει και το μυαλό της τρέχει βιαστικά για να βρεθεί εκεί που ονειρεύεται, σε μια τάξη με ξύλινα κι όχι χωμάτινα θρανία, με καθάρια βιβλία, εκεί που θα δουλεύει χωρίς να πονά, γι’ αυτήν και τον κόσμο. Και σκύβει πάλι στο βιβλίο, κάθε λέξη κι ένα βήμα πιο μακριά.
Βιογραφικό συγγραφέως
Η Δώρα Γιαννακούδη, γεννήθηκε το 1986 στην Αλεξανδρούπολη.
Κατάγεται από το Τυχερό όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Κατοικεί στην Αλεξανδρούπολη κι εργάζεται ως διαχειρίστρια αποθήκης στην Κομοτηνή. Είναι άγαμη.
e-mail:dora_gian86@yahoo.gr