Το κοινό χαρακτηριστικό, θα μας πει ο Σαρτρ, μεταξύ των ένθεων υπαρξιστών όπως ήταν οι καθολικοί, Γκαμπριέλ Μαρσέλ και Καρλ Γιάσπερς, σε σχέση με τους άθεους υπαρξιστές, ανάμεσα στους οποίους θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τον ίδιο τον Σαρτρ και άλλους Γάλλους φιλοσόφους, όπως τον Αλμπέρ Καμύ, καθώς και τον Γερμανό υπαρξιακό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, είναι απλούστατα το γεγονός πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας.
Ο Σαρτρ με αυτό, θέλει να μας πει πως, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο κάποιος κατασκεύασε ένα αντικείμενο, όπως για παράδειγμα ένα μαχαίρι ή συνέλαβε στο μυαλό του την έννοια του μαχαιριού, για να παραχθεί αργότερα αυτό το αντικείμενο κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ποτέ κάποιον άνθρωπο που θα κατασκεύαζε το όποιο αντικείμενο χωρίς να ξέρει σε τι αυτό χρησιμεύει.
Όπως είπαμε για παράδειγμα το μαχαίρι κατασκευάζεται κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο, παρόλα αυτά η χρησιμότητά του έγκειται στο ότι μπορούμε με αυτό να κόψουμε ψωμί ή κρέας κλπ. Ο τρόπος δηλαδή της παραγωγής του αντικειμένου, της ουσίας του -στη συγκεκριμένη περίπτωση του μαχαιριού- έπεται της υπάρξεώς του, δηλαδή της αναγκαιότητας για την οποία κατασκευάστηκε.
Βεβαίως όταν μιλάμε για αντικείμενα δεν αναφερόμαστε στην έννοια άνθρωπος, όπου οι μεγάλοι διαφωτιστές του 18ου αιώνα, όπως ο Βολτέρος, ο Ντιντερό, ακόμα και ο Καντ, για τον οποίο ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ιδιαίτερο δείγμα μία καθολικής έννοιας, η ουσία του ανθρώπου προηγείται της ιστορικής του ύπαρξης.
Για τους άθεους υπαρξιστές όμως, ο άνθρωπος δεν έχει μια προκαθορισμένη ουσία ή σκοπό που να του έχει δοθεί από το Θεό ή τη φύση. Εξάλλου για τον αθεϊστικό υπαρξισμό, η ανυπαρξία του Θεού προκύπτει από την απόλυτη αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και κάνει τον άνθρωπο ένα ον το οποίο προορίζεται αποκλειστικά για τον θάνατο. Κάτι που θα κάνει τον Καμύ να σκεφτεί πως ακριβώς και μόνο γι’ αυτό τον λόγο η ίδια η ζωή είναι ένας παραλογισμός. Ωστόσο εξαρτάται από τον καθένα από εμάς ξεχωριστά να αποφασίσουμε ποιοι και τι είμαστε μέσω των πράξεών μας ή όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, πριν απ’ όλα για τον καθένα υπάρχει η ανθρώπινη πραγματικότητα.
Αυτό σημαίνει, χαρακτηριστικά όπως μας λέει ο Σαρτρ, πως ο άνθρωπος πρώτα υπάρχει, απαντιέται με τον εαυτό του, ξεπετάγεται μέσα στον κόσμο και ύστερα προσδιορίζεται. Ο άνθρωπος θα γίνει μετά, και θα γίνει αυτό που έχει σχεδιάσει ο ίδιος για τον εαυτό του να γίνει.
Ως εκ τούτου, υπάρχουμε σ’ έναν κόσμο τον οποίο δεν επιλέξαμε και καλούμαστε να καθορίσουμε την ταυτότητά μας, καθώς δρούμε μέσα σε αυτό τον κόσμο και έχουμε την ελεύθερη βούληση ν’ αναπροσδιοριζόμαστε συνεχώς.
Αν πραγματικά λοιπόν, η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για ό,τι είναι και ό,τι έχει σχεδιάσει για τον εαυτό του να γίνει στο μέλλον. Βεβαίως ως άτομα συμμορφωνόμαστε συνήθως στις απαιτήσεις της αγέλης ή της τρέχουσας ηθικής, η οποία διαμορφώθηκε κυρίως κάτω από μία υπερβατική λογική αντίληψη του κόσμου. Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως ζούμε μία ζωή μη αυθεντική, η οποία εξαρτάτε από τις απαιτήσεις κάποιων άλλων και όχι τις δικές μας, καταλήγοντας ίσως, όπως ομολογεί ο Σαρτρ στο θεατρικό μονόπρακτο έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών» οι άλλοι να γίνονται η κόλαση του εαυτού μας. «Ζούμε στην κόλαση» και αντίστοιχα οι φόβοι και οι πράξεις, μας κάνουν να γινόμαστε ο δήμιος του διπλανού μας.
Έχουμε ανάγκη από τον πόνο του άλλου για να υπάρχουμε. Παρόλα αυτά όλοι θέλουμε να ξεφύγουμε από τους άλλους, μόνο που η «πόρτα» είναι κλειδωμένη απ’ έξω. Ακόμη όμως και αν κάποιος άνοιγε την πόρτα κανείς δεν θα τολμούσε να φύγει.
Καταστάσεις τις οποίες συνήθως βιώνουμε σε στιγμές εσωτερικής διαύγειας ως συναισθηματικές εμπειρίες υπαρξιακής αγωνίας, που εκφράζονται με ένα αίσθημα εσωτερικής δυσαρμονίας, το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διαφορετικά υπαρξιακή ενοχή.
Μία υπαρξιακή ενοχή η οποία θα κάνει τον Τομ Ρόμπινς στο έργο του το «Άρωμα του Ονείρου» ν’ αναρωτηθεί:
«Αν η επιθυμία προκαλεί οδύνες, ίσως αυτό να γίνεται επειδή δεν επιθυμούμε με σύνεση, ή επειδή είμαστε αδέξιοι στο να αποκτήσουμε εκείνο που επιθυμούμε. Αντί να κρυβόμαστε μέσα σ’ ένα πέπλο από προσευχές χτίζοντας τοίχους ολόγυρά μας, ενάντια στον πειρασμό, γιατί να μην γινόμαστε πιο επιδέξιοι στην εκπλήρωση της επιθυμίας; Η σωτηρία είναι για τους αδύναμους, αυτό τουλάχιστον πιστεύω εγώ. Δε τη θέλω τη σωτηρία. Εγώ θέλω ζωή, ζωή στην πληρότητά της, τόσο τη μιζέρια της, όσο και το μεγαλείο της.
Αν οι θεοί φορολογούν την έκσταση, είμαι πρόθυμος να πληρώσω. Αλλά και σε κάθε ευκαιρία, θα διαμαρτυρηθώ για τους φόρους τους, κι αν ο Οντίν, ή ο Σίβα, ή ο Βούδας, ή αυτός ο – πως τον λένε; – ο Χριστιανός, δε δεχτούν τη διαμαρτυρία μου, τότε κι εγώ θα δεχτώ την οργή τους. Στο κάτω κάτω, θα έχω γευτεί αυτό το συμπόσιο που έχουν απλώσει μπροστά μου, πάνω σ’ αυτόν τον πλούσιο, στρογγυλό πλανήτη, αντί ν’ απομακρύνομαι σαν φαφούτης γερολαγός. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα πιο απολαυστικά πράγματα της ζωής απλώθηκαν μπροστά μας, μόνο και μόνο για να μας βάλουν σε δοκιμασία και να κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την απόκτηση του μεγάλου βραβείου: της ασφάλειας του τίποτα. Ένα τέτοιο φτηνό παιχνίδι με τη ζωή είναι ανάξιο, τόσο για τον άνθρωπο, όσο και για τους θεούς».