Το όνειρο
Νατάσα Ντρογκούντα
Ξανά το ίδιο όνειρο… Βυθίστηκε επιτέλους, ώρες μετά από τη βραδυνή της αναπόληση, κοιτώντας το νέο απόκτημά της. Ο Έβρος σε όλο του το μεγαλείο, σ’ έναν υπέροχο νατουραλιστικό πίνακα. Εκεί στο Δέλτα του, είχε βρεθεί λίγους μήνες πριν στα πλαίσια του τελευταίου γι’ αυτό το χρόνο συνεδρίου. Εκεί ήταν που είχε δει μετά από καιρό εκείνον… Ίσως σε ανάμνηση αυτής της συνάντησης να προχώρησε στην αγορά του έργου.
Καθώς αναμνήσεις από εκείνα τα πέντε αμήχανα λεπτά της χειραψίας και του χαιρετισμού τους περνούσαν μπροστά από τα μάτια της, μια άλλη εικόνα την έφερε αντιμέτωπη με την αλήθεια… Τον πίνακα τον πρωτοαντίκρισε στον τοίχο του γραφείου που «δανειζόταν» τα απογεύματα. Ο πρωινός νοικάρης του γραφείου ήταν γνωστός για τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του… Τι της τράβηξε όμως την προσοχή; Η μήπως ήταν εκείνος…;
Έστεκε ακουμπισμένος στο γραφείο, κοιτώντας δεξιά και αριστερά… Προσπαθούσε να μην ακούγεται η βαθιά από προσμονή ανάσα του… Τα μάτια του μέσα στο βαθύ καφέ έμοιαζαν να βγάζουν φλόγες… Γέρνει το σώμα του στο γερό μαονένιο γραφείο κι όμως νιώθει ότι το έδαφος κλυδωνίζεται κάτω από τα πόδια του.. Σκέψεις.. Τι θα πεί… Πως θα αντιδράσει… Δεν τον ένοιαζε μέχρι που μπήκε στο γραφείο. Στο δρόμο σίγουρα πέρασαν οι ίδιες σκέψεις, φευγαλέα όμως, δεν πίεζαν το στήθος του με τόσο βάρος που κόντευε να πάθει κρίση πανικού… Ναι, τις θυμόταν αυτές τις κρίσεις.. Όχι δεν ήταν έτσι τώρα. Δε θα το επέτρεπε. Πιάστηκε με το δεξί του χέρι από το πλαϊνό του γραφείου, κάνοντας πιο στέρεη τη θέση του. Απέναντι το Δέλτα του Έβρου. Τόσο ωραίο μέρος, σκέφτηκε.. Χάθηκε για λίγο… Βρισκόταν εκεί μαζί της.
Ακούγονταν βήματα τώρα.. Τα δικά της βήματα, ανάλαφρα, ανέμελα… Φάνηκε το πρόσωπό της στην πόρτα. Χαμογέλασε. Ξαφνιάστηκε λίγο.
Φάνηκε… όχι όμως όσο θα ήθελε αυτός… Ήταν άλλωστε σύνηθες τις Παρασκευές να βρίσκονται μαζί σε αυτόν το χώρο… Όχι όμως Τετάρτη… Ναι, της φάνηκε λίγο περίεργο.. Και η στάση του… Το κοίταγμά του… Έψαχνε στα μάτια του… γρήγορα όμως κατέβασε το βλέμμα της. Την κοιτούσε βαθιά στα μάτια για εκείνα τα δευτερόλεπτα που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, ένα ρίγος σα φθινοπωρινό αεράκι διαπέρασε το κορμί της.
Και τότε κατέβασε τα μάτια, ένιωθε ότι κάτι ήταν διαφορετικό. Τον είχε πιάσει κι άλλες φορές να κοιτά με αυτό το βλέμμα όμως όχι τόσο επιδεικτικά, είχε αισθανθεί τα μάτια του πάνω της αρκετές φορές. Και πώς ήταν δυνατό να μην το κάνει..; Κάθε φορά που περνούσε από δίπλα του το θρόισμα των μαλλιών της, το ανάλαφρο περπάτημά της, το γεμάτο συστολή λίκνισμα του κορμιού της τον θόλωνε… Ένιωθε να βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην έντονη πια επιθυμία του, τον πόθο, τη λαχτάρα να τη νιώσει κολλημένη πάνω του, να νιώσει τη ζέστη του κορμιού της. Ήταν τότε στην τελευταία του βύθιση που το αποφάσισε. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Της είχε πει ήδη μισοαστεία μισοσοβαρά ότι στοίχειωνε τα όνειρά του, τη σκέψη του. Θα καταλάβαινε, θα συμπονούσε. Γιατί αυτή ήταν… Μια γλυκιά ύπαρξη, μια αθεράπευτα ρομαντική ψυχή ικανή να γεμίσει με ενοχές για το παραμικρό λάθος κι ας μην ήταν εξολοκλήρου δικό της… Ήξερε, περίμενε ότι κάπως έτσι θα αντιδρούσε. Όμως θα το τολμούσε. Και θα τολμούσε να περιμένει και κάτι περισσότερο… Το μυαλό του σταμάτησε. Ήταν εκεί, απέναντί του με χαμηλωμένα μάτια. Στεκόταν στην πόρτα. Φοβόταν να πλησιάσει. Είχε καταλάβει; Τώρα λοιπόν ή ποτέ. Πήρε μια βαθιά ανάσα, του φάνηκε πιο βαθιά απ ότι υπολόγιζε.. Κοίταξε το πρόσωπό της…
– Γεια… Σχεδόν ψιθύρισε…
Του χαμογέλασε. Ωχ… Θα έβρισκε το θάρρος να συνεχίσει; Του φάνηκε τόσο εύθραυστη… Περισσότερο από άλλες φορές..
-Έχεις ραντεβού; ακούστηκε η φωνή της επαναφέροντάς τον εκεί..στο γραφείο…
– Όχι.. Έγνεψε.. “συγκεντρώσου” θύμισε στον εαυτό του. Ήθελα να σε δω. Την κοιτούσε όλη αυτή την ώρα. Οι γραμμές του προσώπου της σφίχτηκαν… Ναι ήταν έτοιμη, πρόθυμη όπως πάντα να ακούσει.. Το χε σχεδιάσει… Έτσι πίστευε δηλαδή… Θα ξεκινούσε με τα γνωστά. Το όνειρο και μετά θα την επανέφερε στο τώρα… με όποιο κόστος.
– Έγινε κάτι; Είσαι καλά;
“Γιατί, γιατί το κάνει αυτό; Αφού καταλαβαίνει”… σκέφτηκε. Με δυσκολεύει κι άλλο. Ουφ… άλλη μια ανάσα..
-Δεν καταλαβαίνω… Ήθελες να με δεις… Χαμογέλασε ίσα που η γραμμή ανάμεσα στα αμήχανα χείλη της ν ανοίξει.. Χάθηκε πάλι… ένα δυο λεπτά κοιτούσε αυτό το άνοιγμα,λες και ήθελε να τρυπώσει εκεί.
– Μην τρομάζεις… της είπε. Σε είδα στον ύπνο μου χτες…
– Αχα…
-Αχα επανέλαβε αυτός. Ναι ήταν κι αυτό ένα αστείο, ένα πείραγμα που είχε ξανακάνει. Όμως τώρα προσπαθούσε να αλαφρύνει το κλίμα άσκοπα..
-Δε ξέρω αν θέλω να σου πω… δηλαδή τί είδα.. Δεν είναι σόκιν αλλά…
-Αλλά;
Πάλι τα ίδια… ερώτηση, κατάφαση… απορία, ενδιαφέρον, αδιαφορία, όλα θα μπορούσαν να κρύβονται σ’ αυτό… Δεν επέτρεψε να επηρεαστεί και συνέχισε.
-Να, θυμάσαι μια φορά… σε είχα δει με μαγιό… Κάτι παρόμοιο… μόνο που ήρθαμε πιο κοντά… την κοίταξε. Ήξερε ότι δεν θα τον κοιτούσε. ‘
Ήθελε να μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη της. Είναι καιρός που σε σκέφτομαι Νατάσα. Είναι καιρός που σε σκέφτομαι διαφορετικά… Μην τρομάξεις σε παρακαλώ. Ξέρω είναι λάθος… Είναι; Δηλαδή προσπαθώ να το καταπνίξω όμως δε μπορώ να αντισταθώ άλλο. Μη βιαστείς να με διώξεις..
Στα λόγια αυτά έπιασε με την άκρη του ματιού του μια κίνησή της. Δεν την κοιτούσε ούτε αυτός τώρα. Νόμιζε θα ανοίξει την πόρτα και θα φύγει..
-Άκουσε με πρώτα… συνέχισε.. Είχε μείνει αποσβολωμένη. Στεκόταν ακόμη όρθια στην πόρτα ακουμπώντας το σώμα της ελαφρά πάνω της. Ήταν ήδη πολλά αυτά για να τ’ αντέξει; αναρωτήθηκε. Κι αμέσως συνέχισε.
– ΟΚ, σε έβλεπα στα όνειρά μου. Όμως τώρα τελευταία περιμένω πως και πως την Παρασκευή. Ζω όλη τη βδομάδα για εκείνο το απόγευμα.
Εκείνες τις 2-3 ώρες που περνάμε μόνοι. Να σε βλέπω να γελάς, να θυμώνεις… Και μετά χάνομαι στις σκέψεις μου, στις φαντασιώσεις μου… Ένα κρυφό χαμόγελο… Το είδε νόμιζε… Θυμωμένο του φάνηκε.
Τώρα ψάχνει το δικό της λάθος σκέφτηκε. Τα μαλλιά της μεθυστικά… Με τα ακροδάχτυλά της έκρυψε δυο τούφες που χάιδευαν το πρόσωπό της.
Ντροπή… αυτό ένιωθε τώρα; αναρωτήθηκε. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε την πόρτα να δραπετεύσει..
-Πρέπει να το πω Νατάσα. Κοίταξέ με…Την κοίταξε και πάλι. Τα μάτια του φυλακίστηκαν στα δικά της. Ήταν θυμωμένη, φαινόταν πια.
– Πες κάτι… την παρακάλεσε… Νατάσα θα πλησιάσω τώρα. Πως βρήκε το θάρρος να το πει; Να εγκαταλείψει το στήριγμά του… Μην ανοίξεις την πόρτα, φώναξε καθώς είδε μια αγωνιώδη κίνηση του χεριού της πίσω από την πλάτη της… Θα έρθω εκεί και θα σε φιλήσω. Το είπε, η φωνή του πιο βραχνή τώρα, σίγουρη. Την έβλεπε… Δεν κουνιόταν καθόλου.. Η ανάσα της μόνο ακουγόταν βαθιά, γρήγορη… Ήταν μια απόσταση τριών δικών του βημάτων που τους χώριζε. Λες και σταμάτησε ο χρόνος. Ήταν αποφασισμένος. Θα του το συγχωρούσε… Συγχωρούσε τα πάντα. Κάτι έβλεπε στα μάτια της… Φόβος, αγωνία, πόθος… Στεκόταν ακόμη στην πόρτα. Βρέθηκε μπροστά της με το βλέμμα του καρφωμένο στα χείλη της…Το δεξί του χέρι με μια βιαστική,μυώδη κίνηση τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της τραβώντας το λεπτεπίλεπτο κορμί της έτσι που να ενωθεί με το δικό του. Χαμογέλασε… Η ανάσα του τώρα βαριά, όμως εύηχη, αποφασιστική.
-Δεν έφυγες… Της είπε. Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια… Τόσο εύθραυστη σκέφτηκε… Η ανάσα της δεν ακουγόταν καν και έχοντας πλησιάσει όσο ποτέ στο σώμα της ένιωθε τους τρελούς από αγωνία χτύπους της καρδιάς της… Έσκυψε αργά – ήταν αρκετά πιο ψηλός από εκείνη… Φτάνοντας μια αναπνοή από τα χείλη της χαμογέλασε ξανά. Κι ύστερα πίεσε απαλά τα χείλη της με τα δικά του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, ενώ το ελεύθερο χέρι του χάιδεψε απαλά το μάγουλό της κι έμεινε εκεί. Ένιωθε το κορμί της πάνω στο δικό του, ρίγη πόθου ξεχύθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη και τότε τα χείλη του πίεσαν πιο δυνατά τα δικά της. Την ένιωθε να τρέμει στην αγκαλιά του, τα χέρια της ακόμη πλεγμένα πίσω από την πλάτη της. Το χειρότερο που είχε σκεφτεί ήταν να φεύγει με ένα γερό χαστούκι, μια στριγκλιά. Τί είχε συμβεί; Είχε παγώσει τόσο που δε μπορούσε να αντιδράσει; Ή ανταποκρινόταν έστω και αφήνοντάς τον να γεύεται το φιλί της…; Και τότε η ανάσα της ξεψύχησε.. Θα λιποθυμούσε… ’Ωραία τα κατάφερες’,είπε στον εαυτό του κοσμίζοντάς τον ταυτόχρονα μ’ ένα σωρό επίθετα.. Απομακρύνθηκε βίαια έχοντας και τα δυο χέρια του σφιχτά γύρω από τη μέση της. Νατάσα…. της είπε σχεδόν ψιθυριστά σα να φοβόταν να μην τη ξυπνήσει… Το χρώμα επανήλθε στα μάγουλά της πιο κόκκινο από ποτέ. Κατέβασε τα μάτια της έχοντας μια παγωμένη έκφραση… Κατάλαβε ότι μπορούσε να σταθεί μόνη της και πάλι. Τράβηξε τα χέρια του…
-Νατάσα….. επανέλαβε.. Την κοιτούσε προσπαθώντας να κατάλαβει τη διάθεσή και την κατάστασή της.
– Φύγε… του ψιθύρισε… σε παρακαλώ… Δεν τον κοίταξε.
Ανασήκωσε,κρατώντας το μικροσκοπικό πηγούνι της να δει το πρόσωπό της. Ένα δάκρυ κυλούσε αργά, βασανιστικά… Γι’ αυτόν, γι’ αυτήν, για τους δυο… Άνοιξε την πόρτα χωρίς να κοιτάξει πίσω του και έφυγε…
Ξύπνησε…. Βρισκόταν και πάλι στην εκδρομή, στον Έβρο… Ένιωθε τον ηλεκτρισμό στα ακροδάχτυλά της από τη χειραψία… Ναι… Τελικά δεν ήταν τυχαία η θέση που τον κρέμασε… Ακριβώς απέναντι από το κεφαλάρι… Να τον βλέπει κάθε φορά που ανοίγει τα μάτια της..
Βιογραφικό συγγραφέως
Η Αναστασία Ντρόγκουντα γεννήθηκε στις 05/03/1980
Είναι απόφοιτη 2ου Λυκείου Φλώρινας
Σπουδές
1η Επιτυχούσα στην Ιατρική Σχολή Θράκης
Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων
Σχολή Ειδικών Όπλων Ενόπλων Δυνάμεων
Υπηρέτησε ως Ιατρός στη Σχολή Αξιωματικών Νοσηλευτικής (ΣΑΝ), υπεύθυνη αιμοδοσίας σπουδαστών της Σχολής, υπεύθυνη υγιεινής και διατροφής καθώς και του εργασιακού χώρου
Συμμετείχε σε πολλά επιστημονικά συνέδρια
Εκπόνησε σημαντικές επιστημονικλες εργασίες
Γλώσσες
First Certificate Of English,
University of Cambridge
Ενδιαφέροντα: Λογοτεχνία, Ποίηση
e- mail: nakyko29@yahoo.gr
drnantro@gmail.com