Γιώτας Αγαπητού
Λεωφόρος Δημοκρατίας 316, δίπλα στα φανάρια. Μια παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη του 2000 τοποθετήθηκε από τις δημοτικές αρχές ένα παγκάκι φτιαγμένο από χυτοσίδηρο και ξύλινα καθίσματα πάνω στο μεγάλο πεζοδρόμιο. Εκεί όπου καθημερινά περνούν βιαστικά άνθρωποι μόνοι, συντροφιά με τα όνειρά τους που έχουν πρόσωπο. Κάποιοι βιάζονται να προλάβουν το φανάρι για να περάσουν στην άλλη μεριά του δρόμου οδηγούμενοι από τις ανάγκες της καθημερινότητας. Υπάρχουν όμως και κείνοι που έχουν ως σημείο αναφοράς το παγκάκι της Λεωφόρου Δημοκρατίας 316.
Η Μιράντα, φοιτήτρια ιατρικής από τη Φλώρινα, πραγματοποίησε το όνειρο των γονιών, αλλά και των καθηγητών της, που βλέποντας πόσο καλή μαθήτρια ήταν την πίεσαν να σπουδάσει στην ιατρική. Ποιο ήταν το δικό της όνειρο, κανένας δεν τη ρώτησε. Εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από τον τόπο της και η ιατρική της έδωσε αυτή την ευκαιρία. Στη σχολή της γνώρισε και άλλους συμφοιτητές που έκαναν όνειρα όπως και αυτή. Έτσι λοιπόν, τα σαββατόβραδα έδινε το καθιερωμένο ραντεβού με τις φίλες της στο παγκάκι. Σημείο αγαπημένο για τη Μιράντα, μιας και περνούσε συχνά από εκεί για τις δουλειές της στο κέντρο της πόλης.
Η κυρία Ελισάβετ, μια ηλικιωμένη γυναίκα, έκανε πάντα την καθιερωμένη της στάση σε αυτό το παγκάκι. κάθε φορά που γύριζε από το φαρμακείο για να αγοράσει τα φάρμακά της. Εξάλλου και μετά το τέλος των πληρωμών της στην τράπεζα, όπου πλήρωνε το δάνειο της μικρής της γκαρσονιέρας, σταματούσε πάντα για λίγο εκεί για να πάρει μίαν ανάσα.
Χειμώνας. και τα κιτρινισμένα φύλλα από το νεαρό πλατάνι που βρίσκεται δίπλα στο παγκάκι δημιουργούν ένα ριχτάρι από χρυσοκαφέ ξερά φύλλα πάνω στη ξύλινη επιφάνεια. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό μια παρέα τουριστών, γοητευμένη από το τοπίο, προσπαθεί να βγάλει αναμνηστικές φωτογραφίες, καθώς η βροχή και το τσουχτερό κρύο θολώνουν το φακό της φωτογραφικής τους μηχανής, κάνοντας τις στιγμές τους ονειρικές αναμνήσεις.
Ξημερώματα Κυριακής και η Άννα, η νεαρή ιδιωτική υπάλληλος, ζήτησε από το αγόρι της, τον Κλέαρχο, να χωρίσουν, όταν έμαθε ότι εκείνος έχει παράλληλη σχέση. Το βροχερό εκείνο βράδυ στο γωνιακό μπαράκι η Άννα, αφού χαστούκισε τον Κλέαρχο μπροστά σε όλους, βγήκε τρέχοντας με τα μάτια κλαμένα και κατευθύνθηκε στο παγκάκι. Καθισμένη εκεί, τουρτουρίζοντας από το κρύο, έβλεπε στο κινητό της μία σειρά αναπάντητων κλήσεων από τον Κλέαρχο που ανησυχούσε για κείνη, αλλά δεν είχε την ψυχική δύναμη να τρέξει πίσω της. Έτσι είναι οι νεανικοί έρωτες. Δυνατοί και ορμητικοί, σαν λάβα που καίει τους ερωτευμένους.
Στο παγκάκι, ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Απρίλη, μια παρέα μικρών μαθητών που τελείωσε νωρίτερα τα μαθήματα στο σχολείο, μετράει το χαρτζιλίκι της για να πάει στο κοντινότερο φαστφουντάδικο.
Ένα βραδάκι του Σεπτέμβρη, μία νεαρή μητέρα τραβώντας το καροτσάκι με το νεογέννητο μωρό της κάθεται για λίγο στο παγκάκι της Λεωφόρου Δημοκρατίας 316 να το ταΐσει. Παίρνει το μωρό στην αγκαλιά και του δίνει το στήθος της για να το θηλάσει. Θέλοντας να προστατεύσει αυτή την τόσο ιερή στιγμή με μία κουβερτούλα σκεπάζει το γυμνό μαστό της, γιατί κάποιοι περαστικοί καθώς περνούν από μπροστά της την κοιτάζουν επίμονα.
Ένα πρωινό του Φλεβάρη ο Ισίδωρος περνώντας βιαστικά από το παγκάκι δέχεται ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα. Κοντοστέκεται για λίγο και απαντώντας στο τηλέφωνο μαθαίνει τελικά ότι έγινε δεκτή η αίτησή του για δουλειά και από την άλλη κιόλας μέρα μπορεί να ξεκινήσει να δουλεύει.
Στο παγκάκι αυτό, εδώ και αρκετό καιρό κάθε πρωί γύρω στης οχτώ έρχεται να καθίσει η Φαίη, μία γυναίκα κοντά στα πενήντα πέντε, που είναι άνεργη εδώ και δύο χρόνια. Το ταξιδιωτικό γραφείο στο οποίο δούλευε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια την απέλυσε λόγω της οικονομικής κρίσης. Κάθε πρωί καθισμένη στο παγκάκι ψάχνει για δουλειά μέσα από τις εφημερίδες. Ο άντρας της είναι ανάπηρος λόγω ενός εργατικού ατυχήματος και δε μπορεί να δουλέψει. Ενώ τα δυο της παιδιά σπουδάζουν στην Αθήνα και τα έξοδα τρέχουν.
Μια ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα όταν η πόλη κοιμόταν, στο παγκάκι αυτό ο Αχιλλέας γυρίζοντας από το γαμήλιο πάρτι του παιδικού του φίλου Ιόλαου κάνει πρόταση γάμου στην Ανδρομάχη. Η Ανδρομάχη ζήτησε από τον Αχιλλέα να καθίσουν για λίγο στο παγκάκι πριν καλέσουν ταξί, γιατί τα ψηλοτάκουνά της είχαν πληγώσει τα πόδια. Εκεί ο Αχιλλέας γονατισμένος μπροστά στην αγαπημένη του της έκανε πρόταση γάμου, δίνοντάς της ένα μονόπετρο δαχτυλίδι.
Κάθε απόγευμα, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, στο παγκάκι αυτό, χειμώνα – καλοκαίρι, ο Φίλιππος βγάζει βόλτα το μονάκριβο γιο του, το Δήμο. Ο Δήμος είναι ένα παιδί με ειδικές ικανότητες, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο. Ο Φίλιππος με τη γυναίκα του την Πελαγία άργησαν να κάνουν παιδί. Χρειάστηκαν έξι αποτυχημένες εξωσωματικές, συνοδευόμενες από αμέτρητες στιγμές αγωνίας και δακρύων, για να κρατήσουν το Δήμο στην αγκαλιά τους. Το πρόβλημα υγείας του παιδιού τους έκανε πιο δυνατούς. Έτσι λοιπόν, πατέρας και γιος βγαίνουν βόλτα κάθε απόγευμα κάνοντας την καθιερωμένη τους στάση στο παγκάκι. Καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο κοιτιούνται στα μάτια χωρίς να μιλούν, λέγοντας όμως τόσα πολλά. Ενώ πολλές φορές ο Δήμος κοιτάζοντας στον ουρανό χάνεται στις δικές του σκέψεις, πριν σηκωθούν για να πάνε στο αγαπημένο τους ταβερνάκι.
Όταν ο καιρός το επιτρέπει, ο Χαράλαμπος που εδώ και χρόνια είναι άστεγος, έχοντας για συντροφιά του το Φίκο, ένα αδέσποτο σκυλί, κοιμάται κάποιες βραδιές μαζί του στο παγκάκι αυτό. Ο Χαράλαμπος από πολύ νωρίς μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρικά ιδρύματα και στα ορφανοτροφεία, έχοντας ξεχάσει τα πρόσωπα των γονιών του. Για το λόγο αυτό θεωρεί το Φίκο μοναδική του οικογένειά.
Χαραγμένο από το χρόνο και τις αναμνήσεις, στο παγκάκι αυτό στο κέντρο της πόλης, οι άνθρωποι ζουν κάποια τυχαία στιγμή της ζωής τους. Το παγκάκι γνωρίζοντας τόσα πολλά μοιάζει σαν τον ιερό θεματοφύλακα που φυλάει καλά τα μυστικά της πόλης του, όμως και κείνη τον θεωρεί σημείο αναφοράς της.