Ο Τειρεσίας υπήρξε διάσημος μάντης για τους Θηβαίους, σχεδόν όπως και ο Κάλχας για τους Αχαιούς που εκστράτευσαν εναντίων της Τροίας. Για την τύφλωση και τη μαντική του ικανότητα έχουν ειπωθεί διάφορα, εμείς όμως θα περιοριστούμε στο μύθο του Φερεκύδη, ο οποίος υπήρξε ποιητής και φιλόσοφος, τον 6ο π.Χ. αιώνα και κατάγονταν από τη νήσο Σύρο.
Κάποτε, λοιπόν, μας λέει ο μύθος, ο Τειρεσίας, γιος του Εύρη και της νύμφης Χαρικλώς, τυφλώθηκε από την Αθηνά. Ήταν κυνηγός και κυνηγώντας στον Ελικώνα σταμάτησε να πιει νερό από την πηγή Ιπποκρήνη, εκεί αντίκρισε, άθελά του, γυμνή την Αθηνά να δροσίζεται στα νερά της. Την είδε, μας λέει ο Φερεκύδης, ολόγυμνη και τότε εκείνη, αφού κάλυψε με τα χέρια της τα μάτια του, τον τύφλωσε. Όταν η Χαρικλώ, που ήταν αγαπημένη της Αθηνάς, την παρακάλεσε να του δώσει πίσω την όρασή του, επειδή δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, από συμπόνια του καθάρισε την ακοή και τον κατέστησε ικανό να ακούει και να καταλαβαίνει όλες τις φωνές των πουλιών, αποκτώντας έτσι το χάρισμα της μαντικής τέχνης, του χάρισε επίσης και ένα ραβδί από κρανιά, με το οποίο μπορούσε να βαδίζει το ίδιο καλά όπως αυτοί που έβλεπαν.
Ακούσια, λοιπόν, μας λέει ο μύθος, χωρίς να συμμετέχει θα λέγαμε το βουλητικό κομμάτι του Τειρεσία στην πράξη αυτή, από άγνοια, θα υποπέσει στην απαγορευμένη θέαση της θεάς. Μία πράξη για την οποία θα τιμωρηθεί. Τιμωρείται όμως εκείνο το μέρος του σώματός του, το οποίο διέπραξε την βλασφημία έναντι της θεάς. Ο Τειρεσίας από εκείνη τη στιγμή και μετά τυφλώνεται, παύει να βλέπει.
Σήμερα, που η άγνοια της γεύσης, δηλαδή το δόλωμα της καταναλωτικής πίστης από την πηγή των πλαστών αναγκών, σχεδόν από όλες τις ελληνικές τράπεζες, με κάρτες, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, δάνεια γάμου, στεγαστικά του παρελθόντος φαγώθηκε αμάσητο από τον λαό, οδηγώντας μας σε αυτήν ακριβώς την απαγορευμένη θέαση, η γνώση του μύθου, ως δίδαγμα, γίνεται αναγκαία όσο ποτέ.
Όλη αυτή η ευημερία του βερεσέ, του πλαστού χρήματος, που ποτέ δεν ανήκε στον μέσο πολίτη, αν και ο ίδιος αισθανόταν ότι αυξανόταν ο μισθός του κάθε φορά που έβαζε την κάρτα στο ΑΤΜ ή το χέρι στην τσέπη του, μας θυμίζει ξανά και ξανά το τραγικό πάθημα του Τειρεσία. Κόποι χρόνων χάθηκαν για γελοία και άχρηστα δάνεια.
Ο πολίτης τιμωρείται ακριβώς όπως ο Τειρεσίας. Εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας για το οποίο έχουμε σφάλει, έστω και από άγνοια, τιμωρείται. Στερούμαστε πλέον να έχουμε, αλλά και να ελπίζουμε ότι θα έχουμε, αυτό που ονειρευόμασταν. Το βλέμμα μας στερείται την όποια διέξοδο από το τούνελ της καθημερινής επιβίωσης.
Παύουμε πλέον να βλέπουμε την αισιόδοξη πλευρά της ζωής.
Ο τυφλός χαφιές των τραπεζών, τον οποίο οι ίδιες χρηματοδοτούν, ακούει τις τραγικές φωνές των εξαπατημένων πολιτών (εμπόρων και ιδιωτών) και διαμηνύει τα δέοντα στα αφεντικά του, ως καλός πληροφοριοδότης, για την οικονομική τους συμπεριφορά ή αλλιώς, στη γλώσσα των τραπεζιτών, την πιστοληπτική τους ανικανότητα.
Ο Τειρεσίας από μάντης μελλούμενων, τα οποία άλλοτε έσωσαν την πόλη της Θήβας, γίνεται πλέον ο νεκροθάφτης της πάλαι ποτέ ελπίδας για πλαστή ευμάρεια. Ο διαχρονικός μάντης με τα πολλά πρόσωπα μπήκε για τα καλά στη ζωή όλων μας και κυρίως στην ζωή των χρεωμένων νοικοκυριών, που ακόμη αναμένουν την ευημερία από τους κυβερνητικούς τελάληδες, οι οποίοι, ο ένας μετά τον άλλο, ψευδόμενοι, μηνύουν την μελλοντική οικονομική τους ανάπτυξη, με το αζημίωτο βέβαια. Όμως όπως λέει και το τραγούδι «Τειρεσίας», σε στίχους και μουσική Θανάση Παπακωνσταντίνου «τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει…».