Συνεχίζουμε με άλλο ένα από τα διηγήματα του διαγωνισμού της ΓΝΩΜΗΣ, με θέμα στις «όχθες του Έβρου», που κρίθηκαν ως καλύτερα από την Κριτική Επιτροπή, με βάση την γλώσσα, την αφηγηματική τεχνική, το ύφος και την πρωτοτυπία της προσέγγισης του θέματος.
Στην αρχή θα δημοσιεύσουμε τα διηγήματα που αξιολογήθηκαν μέσα στην δεκάδα 21-30 και στη συνέχεια τα είκοσι που θα συμπεριληφθούν στο βιβλίο που θα εκδοθεί. Τελευταία θα δημοσιευτούν τα τρία διηγήματα που απέσπασαν τα βραβεία.
Ευστάθιος Γαϊτανίδης
Ταξίδι προς το άγνωστο
Περπατάμε εδώ και μέρες, το τέρμα μας φαίνεται ατελείωτο, η διαδρομή μας γεμάτη από το αίμα και τη σάρκα μας. Περπατάμε διψασμένοι, πεινασμένοι, αλλά το κυριότερο χωρίς ελπίδα. Στοιβαγμένοι τώρα ασφυκτικά σ’ ένα φορτηγό, περιμένουμε υπομονετικά να δεχτούμε την κάθε ταπείνωση για λίγη ζωή, λίγη ζωή…
Αργότερα θα διασχίζουμε έναν μεγάλο ποταμό με το όνομα ενός μυθικού βασιλιά, ¨Έβρος¨ ονομάζεται και περνάμε από μέσα του με μια σάπια βάρκα, από ένα σημείο όπου στενεύει η κοίτη του.
«Παρακαλάτε να μην θυμώσει ο βασιλιάς « Μερίτς», μας έλεγε συνέχεια ο οδηγός της βάρκας. Η στάθμη των νερών του ξεπερνά το ύψος των πασσάλων, περνάει πάνω και από τα τραυματισμένα αναχώματα κατακλύζοντας τις γύρω καλλιέργειες. Κορμοί δέντρων κλείνουν τον δρόμο μας και μόλις προσπεράσαμε με δυσκολία μια ολόκληρη νησίδα από φερτά υλικά. Ευτυχώς η βάρκα άντεξε παρόλο το μεγάλο της βάρος. Μας έδειξαν ένα μονοπάτι και μας άφησαν.
Περπατάμε πάλι στην παραλιακή ζώνη κατά μήκος του ποταμού, οι όχθες έχουν ένα βαθυκόκκινο χρώμα, έχουμε χαθεί τώρα μέσα στις καλαμιές. Ο παγερός ήλιος από πάνω μας δεν φτάνει, μένουμε ο ένας κοντά στον άλλο, προσπαθώντας να ζεσταθούμε. Οι στερήσεις του ταξιδιού μας είναι μεγάλες και συνεχίζονται. Ένα κοπάδι βαλτόπαπιες μόλις πέταξε μακριά μας.
Η μητέρα μου με κοιτάζει, όρθια ακόμη, περήφανη. Δίπλα μας κάποιοι άλλοι άνθρωποι πεθαίνουν από την εξάντληση. Αυτή αναπολεί πάλι το σπιτικό μας, την προηγούμενη ζωή
μας, πριν να έρθει ο πόλεμος, πριν έρθουν από το πουθενά οι έξυπνες βόμβες και το ρίξουν στο κεφάλι μας. Αναπολεί την παλιά ειρηνική ζωή, αναπολεί όσα άφησε πίσω της. Είναι μια μάνα που έχει χάσει τα μισά παιδιά της που έχει χάσει τον μισό εαυτό της, όπως λέει πάντα.
«Πώς βρεθήκαμε εδώ παιδί μου;» Με ρωτά, «πώς βρεθήκαμε σε ξένο ουρανό;»
Όλοι μας με οδύνη αφήσαμε τον τόπο μας, εγκαταλείψαμε το σπίτι μας. Το να παραμείνουμε, ήταν το ίδιο ανατριχιαστικό με το να φύγουμε, έπρεπε όμως να διαλέξουμε. Οι συνθήκες της καθημερινότητάς μας συνεχώς χειροτέρευαν. Με τους ανθρώπους που τόσα χρόνια ζούσαμε αρμονικά, τώρα αυτό φάνταζε πια εντελώς αδύνατο. Φίλοι, γείτονες από χρόνια, άρχισαν να μας βλέπουν στα ξαφνικά σαν άπιστους βρωμιάρηδες. Άρχισαν να μας σκοτώνουν, ολόκληρα χωριά καταστράφηκαν με μανία. Έπρεπε υποχρεωτικά να ταξιδέψουμε μακριά, να φύγουμε, να προσπαθήσουμε να ριζώσουμε αλλού. Τα θρησκεύματα ήταν αυτά που είχαν πια τον πρώτο λόγο, που είχαν δύναμη και επιρροή.
«Αλλά ποιος θεός μπορεί να θέλει να καίνε να σκοτώνουν στο όνομά του; Ποιος θεός μπορεί να θέλει τόσο αίμα;»
Ναι, έτσι έγιναν όλα. Μετά τους πανηγυρισμούς, περάσαμε γρήγορα στα δεινά. Η όποια κοινωνική ενότητα διαλύθηκε, οι όποιοι θεσμοί έπαψαν να λειτουργούν. Ο θρησκευτικός φανατισμός που ακολούθησε, μετέτρεψε γρήγορα την πατρίδα μου σ’ ένα ατελείωτο πεδίο μάχης που περιλάμβανε τα πάντα: Στρατόπεδα συγκέντρωσης, βαρβαρισμούς, φασισμούς, περιπλανήσεις, προσφυγιά. Δεν υπήρχε καμιά ανοχή σε όσους είχαν διαφορετικές πεποιθήσεις, είτε πολιτικές, είτε θρησκευτικές. Έπρεπε να πεθάνουν. Ο σεβασμός για τον συνάνθρωπο έχασε κάθε σημασία, ο σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν υπήρχε πια. Παράφρονες δήμιοι κυκλοφορούσαν στις πόλεις μας, στα χωριά μας, θέλοντας να επιβάλουν τα δικά τους πιστεύω.
Ένα σωρό άνθρωποι αναγκαστήκαμε να φύγουμε, αλλά αν είχαμε το δικαίωμα επιλογής, θα θέλαμε να παραμείνουμε όλοι στον τόπο μας. Ταξιδεύουμε τώρα στο άγνωστο, εντελώς αδύναμοι, αποκαρδιωμένοι. Πάμε σε ξένους τόπους, προσπαθώντας να βγούμε από το σκοτάδι του πολέμου. Όλοι μας άνθρωποι κυνηγημένοι από τις ίδιες τους τις χώρες, από τις ίδιες τους τις πατρίδες, αναζητούμε μια καλύτερη ζωή που ίσως τελικά να μην έρθει. Μας χαρακτηρίζει η αβεβαιότητα, από τη σιγουρεμένη ασφαλή ζωή μας, περάσαμε γρήγορα στον διαρκή φόβο, στην ανασφάλεια, στην σκληρή προσφυγιά. Αναζητώντας έναν νέο λαό να μας δεχτεί, που θα ’χει λίγο χώρο και για εμάς. Αλλά ποιος μπορεί να θέλει έναν πρόσφυγα;
Η οικογένειά μου, γνώρισε τη φρίκη του πολέμου από πολύ κοντά, τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια μου σκοτώθηκαν στον εμφύλιο που ακολούθησε αμέσως μετά τους βομβαρδισμούς από τους ξένους λαούς στην πατρίδα μου.
«Οι ιερές σκιές τους ξύπνησαν και μας ακολουθούν» ψιθυρίζει καμιά φορά η μητέρα μου, αυτό θέλει να πιστεύει.
Συνεχίσαμε να περπατάμε, έργα υπερύψωσης που έγιναν από τους ανθρώπους για να δαμάσουν τον ποταμό, μας δυσκολεύον. Τώρα μπαίνουμε σ’ ένα παραποτάμιο δάσος, γεμάτο νεροκαστανιές, ίσως μετά από εδώ βρούμε κάποιον οικισμό μπροστά μας και όχι πάλι τον μεγάλο συρμάτινο φράχτη.
Γνωρίζω πως ο τόπος που πάμε λέγετε Θράκη, διάβασα πως σε αυτό τον τόπο γεννήθηκε και κατοικούσε ο θεός Άρης, άγριος και πολεμοχαρής. Μα αυτός τώρα μετακόμισε στα δικά μου μέρη, εδώ έχουν ειρήνη, έφυγε ο θεός του πολέμου.
Λίγο πιο εκεί είναι ο πατέρας, κάποτε ήταν ένας γεροδεμένος άνδρας, γεμάτος ενέργεια. Τώρα το κορμί του παραμορφώθηκε, σκέβρωσε, λες και γέρασε μέσα σε λίγους μήνες. Έχασε τη δύναμη που κουβαλούσε μέσα του, μόνο τα μάτια του δείχνουν ίδια και διατηρούν κάτι από την παλιά τους εύθυμη λάμψη. Ο μόχθος μιας ζωής, ο δικός του και τον προγόνων του, έμεινε στην γη που αφήσαμε. Τον ανάγκασε ο πόλεμος να φύγει, αφήνοντας γενιές και γενιές πίσω του.
«Η ειρήνη και η ευτυχία παιδί μου», λέει συχνά, «πάνε μαζί, δεν μπορεί να πάνε χώρια».
Η μικρή αδερφή μου στέκετε δίπλα μου, κοιτάζει με περιέργεια μια νεροχελώνα που απομακρύνεται αργά-αργά. Είναι η πιο άτυχη, γιατί γνώρισε μόνο ένα κτηνώδη πόλεμο, σ’ όλες τις μορφές του. Τα μάτια της δεν αντίκρισαν ποτέ την ειρήνη. Μερικές στιγμές της μόνο γεύτηκε. Οι καλές αναμνήσεις γι’ αυτήν, είναι δυστυχώς πολύ λίγες. Δεν έζησε ποτέ μια κανονική, συνηθισμένη ζωή. Δεν έζησε όπως εγώ μια ευτυχισμένη, χαϊδεμένη παιδική ηλικία. Πέρασε μόνο μέσα από μια σκληρή, διαφορετική πολεμική περίοδο. Κρατάει στα χέρια της ένα σχολικό βιβλίο, το σφίγγει πάνω της με λαχτάρα και δεν το αφήνει ποτέ. Στην αρχή του ταξιδιού μας, το πρόσωπό της είχε μια έκφραση προσδοκίας, τώρα υπάρχει μόνο η έκφραση του φόβου και ένα μόνιμο ζωγραφισμένο γιατί; Νιώθουμε ανίκανοι να της εξηγήσουμε, να της εξηγήσουμε το γιατί όλη η ζωή της, ήταν μόνο πόλεμος.
Μια μεγάλη βάρκα στο βάθος πλέει πάνω σε νούφαρα, οι ικετευτικές μας φωνές δείχνουν να μην συγκινούν αυτόν που την κατευθύνει. Πέρασε αδιάφορα, έφυγε σαν να μην υπήρχαμε, έφυγε σαν να μην υπήρχε. Οι ζωές όλων μας εξαντλούνται περισσότερο με τη φυγή της. Μετά τις φωνές και τα ουρλιαχτά, απλώθηκε νεκρική σιγή. Ο υπόκωφος ήχος της μηχανής της βάρκας ξεμακραίνει. Σε λίγο δεν την ακούμε πια.
Προς τα πού να πάμε;
Κρατώ συνέχεια το χέρι της μητέρας μου και ξαφνικά το νιώθω κρύο, τόσο κρύο που παγώνει και το δικό μου σώμα, τόσο κρύο που παγώνει τη ψυχή μου για πάντα. Έφυγε κι αυτή, μας άφησε όρθια και περήφανη, με μια αξιοπρέπεια που έφτανε έως τον θάνατο.
Έπρεπε να την αφήσουμε τώρα, έπρεπε να την αποχωριστούμε για πάντα. Με χέρια που τα κινούσε η απελπισία το κάναμε και ας μην είχαμε δύναμη. Τη ρίξαμε όσο πιο απαλά μπορούσαμε, στα χέρια του βασιλιά ποταμού με μια πρόχειρη σχεδία και σε λίγο την παρέσυρε ο άνεμος. Το άψυχο κορμί πρόβαλε για λίγο ακόμη μέσα από τα νερό και γρήγορα έγινε αθέατο στα μάτια μας. Δεν έκλαψα, δεν μπορούσα να βγάλω τον πόνο μου. Νιώθω μόνο πολύ κουρασμένος.
Μείναμε αμίλητοι για ώρα, ο πατέρας κρύβει το πρόσωπό του μέσα στα δυο του χέρια. Αποφεύγει να συναντήσει το βλέμμα μας. Δεν μπορεί να μας αντικρίσει με τα θαμπωμένα του μάτια. Με κάποια ηρεμία υποδεχτήκαμε γι’ άλλη μια φορά τον θάνατο, σαν λύτρωση τον δεχτήκαμε. Η μικρή αδερφή μου κλαίει μόνο, μ’ ένα ήσυχο, σιγανό κλάμα και με λίγα δάκρυα. Μέχρι που ηρεμεί κουρνιάζοντας πάνω μου και λαγοκοιμάται.
Βυθίζω το δικό μου βλέμμα στα θολά νερά του ποταμού, μια μουσική έρχεται στα αυτιά μου και φεύγει η θλίψη. Μια μουσική που έρχεται από πολύ παλιά. Όρθια πάλι η μάνα, αλλά πολύ νεότερη τραγουδάει, με το κεφάλι της ξεσκέπαστο. Είμαστε όλοι μαζί σε μια οικογενειακή μας γιορτή. Το τραπέζι είναι γεμάτο, τα πιάτα μας αχνίζουν και μυρωδιά από ζεστό ψωμί και μοσχοβολημένη, σιγοψημένη πίτα από τη στάχτη, ξαναέρχεται στα ρουθούνια μου. Οι καρδιές μας είναι κι αυτές γεμάτες ζεστασιά. Τα μεγαλύτερα αδέρφια μου κάθονται δίπλα μου, είναι ευτυχισμένα, χαρούμενα. Ο ένας τους μου χαϊδεύει απαλά το κεφάλι. Νιώθω το άγγιγμά του, το νιώθω και πάλι. Τραγουδώ και εγώ, αλλά αδέξια και γελάνε όλοι τους δυνατά.
Η μουσική όμως χάνεται, οι εικόνες φεύγουν, σβήνουν μαζί της. Φεύγουν οι ωραίες αναμνήσεις, οι ευωδιαστές μυρωδιές, το απαλό χάϊδεμα. Φεύγει το φως και έρχεται το σκοτάδι, η θλίψη επιστρέφει. Όλα σκοτεινιάζουν. Το μυαλό μου πονά, το μεγάλο δέντρο στην αυλή μας θα είναι ανθισμένο τώρα, αλλά η παιδική κούνια του θα αιωρείται μόνη της, κάτω από τον ίσκιο του, κάτω από τα χοντρά κλαδιά του θα αιωρείται άδεια.
Το μυαλό μου πονά. Το φως κι αυτής της μέρας άρχισε να χάνεται, το σκοτάδι σε λίγο θα απλωθεί παντού, θα γίνει απόλυτο. Χάθηκαν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου και μαζί με αυτές λιγόστεψε και το κουράγιο μας. Μένουμε τώρα μόνο με το αστροφώς, χωρίς φεγγάρι και το μόνο που μας μένει είναι να συνεχίζουμε να ελπίζουμε.
Βιογραφικό του συγγραφέως
Ο Γαϊτανίδης Ευστάθιος, γεννήθηκε το 1969 στο Άνω-Ζερβοχώρι, επαρχία- Νάουσας. Από το 1993 εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και μένει μόνιμα στην πόλη της Λάρισας.
Είναι παντρεμένος με την Ελένη και έχει δυο παιδιά, την Ολυμπία και τη Μαρία.
Η συμμετοχή του σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και οι απανωτές βραβεύσεις, τον οδήγησαν να ασχοληθεί πιο συστηματικά με το γράψιμο ιστοριών και την λογοτεχνική συγγραφή. Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος.
Μεγαλύτερές του διακρίσεις, η βράβευση του από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών το 2011με το δεύτερο βραβείο μυθιστορήματος, τίτλος έργου : Παρόντες και απόντες & το δεύτερο βραβείο από τον Διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό Eyelands – τίτλος έργου: θα θυμάμαι για πάντα.
Τον Οκτώβριο του 2012 θα τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος στον 1ο Παν-θεσσαλικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που προκήρυξε ο εκδοτικός οίκος Ήρα Εκδοτική. Τον Ιανουάριο του 2013, ανακοινώθηκε η βράβευσή του με το τρίτο βραβείο λογοτεχνίας “Larry Niven¨.
Το 2016 θα βραβευτεί από τον αρχαιότερο πολιτιστικό σύλλογο της Αθήνας τον Φιλολογικό
Σύλλογο Παρνασσού, για το διήγημά του « ο βαρύς ίσκιος της γνώσης».