Προσφυγιά
Γεωργία Μυλoρδου
14 Αυγούστου 2016, 5:00 η ώρα το πρωί. Η Μαρία με το φλιτζάνι στο χέρι ξεπροβάλλει στη βεράντα. Πέρασαν ήδη 42 χρόνια. Σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό της και να γίνει πρόσφυγας.
Δεκαοχτώ χρονών ήταν. Μοδίστρα σε ένα χωριό της Κύπρου κοντά στην Μόρφου, την Κυρά. Έμενε με την μητέρα και τον πατέρα της σε ένα μικρό σπίτι στο κέντρο του χωριού. Όμορφα χρόνια, γεμάτα ξεγνοιασιά, ανεμελιά και χαρά. Και ξαφνικά όλα χάθηκαν. Τουρκικά καράβια κατέφθασαν στην Κερύνεια και στην Αμμόχωστο. Έφτασαν στο χωριό οι πρώτοι πρόσφυγες από την Κερύνεια, χωρίς να έχουν πάρει μαζί τους τίποτα. Άλλοι με παντόφλες, άλλοι με νυχτικά. Όπως ήταν, έφυγαν για να γλιτώσουν. Η Μαρία αναγκάστηκε να φύγει κι αυτή όπως και όλοι οι συγχωριανοί της κατά τη δεύτερη τουρκική εισβολή.
14 Αυγούστου 1974 πρωί πρωί όλοι έτρεχαν και φώναζαν στο χωριό: «Έρχονται οι Τούρκοι. Πρέπει να φύγουμε». Μάζευαν πράγματα. Όσα πράγματα μπορούσαν να χωρέσουν σε μια βαλίτσα. Ρούχα, παπούτσια, σεντόνια, κουβέρτες, φωτογραφίες. «Άραγε πόσο θα λείψουμε; Προσωρινά θα είναι. Μέχρι να περάσει το μεγάλο κακό και θα γυρίσουμε πίσω. Δεν χρειάζεται να πάρουμε πιο χοντρά ρούχα. Αύγουστος είναι. Σεπτέμβρη θα είμαστε πίσω. Στο χωριό μας, στα περβόλια μας.»
Η Μαρία άνοιξε τη μικρή καφέ βαλίτσα της και σκεφτόταν τι μπορούσε να χωρέσει εκεί μέσα. Έσπρωξε λίγα καλοκαιρινά ρούχα μέσα, μια ζακέτα για το βράδυ και φυσικά το καινούριο κίτρινο φόρεμα που μόλις είχε τελειώσει και δεν ήθελε με τίποτα να το αφήσει πίσω. Πήρε τη βαλίτσα κι άρχισε να τρέχει μαζί με την μάνα και τον πατέρα της για να προλάβουν τα δύο λεωφορεία του χωριού.
Εκεί στην πλατεία όπου μαζεύτηκαν όλοι, λύγισε η μάνα της, ένιωσε φαίνεται ότι δεν θα ξαναγύριζε στο χωριό της. Η Μαρία άφησε τη βαλίτσα της και πήρε τη μητέρα της αγκαλιά προσπαθώντας να την στηρίξει και να την παρηγορήσει. Κι έλεγε και αυτή όπως όλοι οι συγχωριανοί της: «Φεύγουμε ίσα για να περάσει το κακό και θα ξανάρθουμε. Για λίγες μόνο μέρες». Και οι μέρες έγιναν βδομάδες, μήνες, χρόνια. Πάνω σ΄ αυτό τον σαματά η Μαρία ξέχασε τη βαλίτσα της εκεί στην άκρη της πλατείας.
Απ΄ εκεί και πέρα έγιναν πρόσφυγες. Σκόρπισαν σε όλες τις γωνιές της Κύπρου, ψάχνοντας πάντοτε για ένα κομμάτι γης που θα στεγάσει τις αναμνήσεις και τις ψυχές τους μέχρι την ώρα της επιστροφής.
Οι γονείς της δεν άντεξαν τον ξεριζωμό από το χωριό τους. Ένα χρόνο μετά έφυγε η μητέρα της και μετά από τρεις μήνες ακολούθησε κι ο πατέρας της, αφήνοντάς την ολομόναχη. Κι εκεί σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές γνωρίζει το Θωμά, έναν Έλληνα φαντάρο που η μοίρα έφερε στην Κύπρο. Παντρεύτηκαν και γύρισαν μαζί στην Ελλάδα, στο χωριό του, τα Μαράσια, ένα χωριό κοντά στον Έβρο. Στην αρχή έμεναν με τους γονείς του στο χωριό και βοηθούσαν όπως μπορούσαν. Η Μαρία έραβε στο χωριό, ενώ ο Θωμάς ψάρευε στο ποτάμι με τον πατέρα του.
Πάνω σε μια ξέρη στον Έβρο είχαν χτίσει από παλιά με τον πατέρα του μια παράγκα. Αυτή την παράγκα την καρφωμένη πάνω στον Έβρο με πασσάλους, ερωτεύτηκε η Μαρία και εκεί κατέληξαν να ζουν για τα επόμενα τριάντα χρόνια.
Την πρώτη φορά που άκουσε όμως τουρκικές ομιλίες, σκιάχτηκε. «Αρκαντάς» τους χαιρετούσαν πολλές φορές Τούρκοι ψαράδες από την απέναντι ξέρη. Φίλοι! Τι φίλοι σκεφτόταν η Μαρία καθώς θυμόταν το χωριό της.
Ο Έβρος, ο ποταμός που χωρίζει και ενώνει Έλληνες και Τούρκους, ήταν το καταφύγιο για τη Μαρία. Κρατώντας ακόμη το φλιτζάνι στο χέρι, κοίταζε προς τον ποταμό όταν ξαφνικά άκουσε το Θωμά να της φωνάζει.
-Μαρία, Μαρία ξύπνια είσαι; Έλα να με βοηθήσεις!
Οι φωνές του Θωμά ακούγονταν από το σημείο που έδενε τη βάρκα. Πότε πρόλαβε να γυρίσει; Τι μπορεί να έπαθε και φωνάζει έτσι;
-Εδώ είμαι Θωμά. Τι έγινε;
-Βρήκα αυτό τα κορίτσι στον ποταμό και το τράβηξα μέσα στη βάρκα. Βοήθα να την πάρουμε μέσα στο σπίτι.
-Έλα να σε βοηθήσω και να πας να φέρεις την Κατερίνα, την κόρη της κυρίας Σοφίας που είναι νοσοκόμα.
Μόλις έφυγε ο Θωμάς για να πάει να φέρει την Κατερίνα, η Μαρία κοίταξε το κορίτσι που φαινόταν να ΄ταν γύρω στα 16. Μακριά καστανά μαλλιά, μελαψό χρώμα, μέτριο ανάστημα, λυγερό κορμί. Το φόρεμά της παράταιρο φαινόταν. Λίγο μεγάλο και παλιό. Ένα αχνό κίτρινο που είχε πια ξεθωριάσει. Γύρισε το κορίτσι στο πλάι για να βγάλει το φόρεμα. Δύο κουμπιά πίσω ψηλά στο λαιμό και το φόρεμα βγήκε αμέσως. Σκέπασε το κορίτσι και κράτησε ψηλά το φόρεμα. Δεν μπορεί αυτό το φόρεμα ήταν ολόιδιο με αυτό που έραψε στο χωριό και έμεινε εκεί ξεχασμένο μέσα στη βαλίτσα στην πλατεία του χωριού. Είχε δει ένα παρόμοιο τότε σε ένα περιοδικό μόδας. Κόκκινο ήταν εκείνο, κίτρινο έραψε το δικό της. Κι αυτές οι ραφές, δεν μπορεί! Το ράψιμο είναι ολόιδιο με το δικό της. Όλα στο χέρι. Κι αυτά τα κουμπιά. Θυμόταν που είχε πάει η ίδια στη Λευκωσία για να τα διαλέξει. Δεν μπορεί. Το φόρεμα που κρατούσε στα χέρια της ήταν σίγουρα το δικό της. Αλλά πώς κατέληξε στον Έβρο μετά από 42 χρόνια;
Κρέμασε το φόρεμα στον ήλιο να στεγνώσει και περίμενε το Θωμά με την Κατερίνα χωρίς να μπορεί να ησυχάσει. Ευτυχώς που δεν άργησαν να ‘ρθουν. Η Κατερίνα ένα 22χρονό κορίτσι, ψηλό, ξανθό όλο ζωντάνια έτρεξε γρήγορα κοντά στο κορίτσι. Την ξεσκέπασε, της πήρε το σφυγμό, την κοίταξε και τους είπε:
-Καλά είναι. Αλλά σίγουρα θα κάνει μέρες να συνέλθει. Έχω δει πολλούς στο κέντρο υγείας που βγαίνουν από το ποτάμι σ’ αυτή την κατάσταση. Κι όλους τους στέλνουμε στο νοσοκομείο.
-Όχι, εδώ θα μείνει, φώναξε αμέσως η Μαρία.
-Κυρία Μαρία, αυτό το κορίτσι θέλει συνεχώς φροντίδα. Και ξέρετε πως είναι παράνομο να φροντίζεις και να κρύβεις λαθρομετανάστες.
-Κατερίνα μου, θα μας στείλεις εσύ ό,τι φάρμακα χρειάζονται. Εγώ εδώ θα είμαι συνεχώς κοντά της κι αν προκύψει κάτι θα στείλω το Θωμά να σε φωνάξει. Στις αρχές δεν λέμε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς δεν είδε κανείς αυτό το κορίτσι. Αν την πάρουν οι αρχές δεν θα την ξαναδώ. Το ξέρω. Κι εγώ πρέπει να μάθω. Δεν θα ησυχάσω αν δεν μάθω.
-Τι καλέ Μαρία να μάθεις; Δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκουμε στο ποτάμι λαθρομετανάστες και κάθε φορά ειδοποιούμε τις αρχές.
-Όχι τώρα, Θωμά. Όχι, τώρα. Θα μάθεις όταν θα μάθω ή θα καταλάβω κι εγώ.
Για δύο εβδομάδες το κορίτσι ψηνόταν στον πυρετό και η Μαρία από πάνω της ακοίμητος φρουρός. Φάρμακα, κομπρέσες, σούπες. Όλα τα έκανε μηχανικά γιατί και η ίδια βρισκόταν στο δικό της λήθαργο. Κοίταζε από τη μια το κορίτσι κι από την άλλη το φόρεμα. Αναστέναζε και περίμενε.
Όταν επιτέλους συνήλθε το κορίτσι, η Μαρία την έντυσε, της έδωσε κανονικό πια φαγητό και έστειλε το Θωμά να φέρει την Κατερίνα που γνώριζε αγγλικά, μήπως και καταφέρουν να συνεννοηθούν με το κορίτσι. Η Κατερίνα ήρθε κι όσο κι αν προσπαθούσε, το κορίτσι μιλιά δεν έβγαζε! Και τι δεν ρώτησε η Κατερίνα. Το όνομά της, από πού είναι, πού θέλει να πάει. Τίποτα!
Η Μαρία έφερε τότε μπροστά στο κορίτσι το φόρεμα και είπε στην Κατερίνα:
-Κατερίνα πες της ότι για το μόνο που θέλω να μάθω είναι γι αυτό το φόρεμα. Πού το βρήκε;
Η Κατερίνα ρώτησε το κορίτσι αλλά και πάλι απάντηση δεν πήραν.
Και τότε η Μαρία κοιτάζοντας με απόγνωση το κορίτσι γονάτισε μπροστά της κρατώντας αγκαλιά το φόρεμα και κλαίγοντας άρχισε να λέει:
-Το φόρεμα αυτό το έραψα εγώ με τα ίδια μου τα χέρια όταν ήμουν 18 χρονών στο χωριό μου στην Κύπρο. Ήταν Αύγουστος όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο κι αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Είχα ετοιμάσει τότε μια βαλίτσα για να πάρω μαζί μου και μέσα είχα βάλει κι αυτό το φόρεμα. Δυστυχώς όμως η βαλίτσα έμεινε ξεχασμένη εκεί στην πλατεία του χωριού. Και τώρα 42 χρόνια μετά βλέπω το φόρεμα αυτό. Πες της Κατερίνα. Το μόνο που θέλω να μάθω είναι πού το βρήκε.
Η Κατερίνα άρχισε να μεταφράζει αυτά που είπε η Μαρία και μόλις τελείωσε, το κορίτσι κοιτάζοντας πάντα τη Μαρία άρχισε να μιλάει. Η Κατερίνα την άφησε να τελειώσει και μόνο τότε γύρισε στην Μαρία.
-Η Αϊσέ της είπε ότι το φόρεμα αυτό το βρήκε μέσα σε μια καφέ βαλίτσα που ήταν πετάμενη σε ένα χωριό στην Κύπρο, στο οποίο αναγκάστηκαν να μείνουν τότε μετά τον πόλεμο. Εκεί έμειναν πολύ λίγο καιρό και αφού είχαν χάσει κι αυτοί το σπίτι και τα υπάρχοντά τους, έφυγαν και ήρθαν εδώ στην Αδριανούπολη που είχαν συγγενείς. Τη βαλίτσα την άφησε εκεί στην Κύπρο. Το φόρεμα αυτό το πήρε όμως μαζί της κι ας δεν το φόρεσε ποτέ. Όταν έφτασε αυτό το κορίτσι στην Αδριανούπολη, τα ρούχα της ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και η Αϊσέ δεν δίστασε να της δώσει αυτό το φόρεμα λέγοντάς της και την ιστορία του. Από προσφυγιά σε προσφυγιά πάει, της είπε.
Η Μαρία σηκώθηκε από κάτω, σκούπισε τα δάκρυά της και είπε:
-Τρεις γυναίκες πρόσφυγες στις όχθες του Έβρου. Λες Θωμά, όπως ήρθε αυτό το φόρεμα πίσω στα χέρια μου, να πάω ξανά πίσω στο χωριό μου;
Βιογραφικό συγγραφέως
Η Γεωργία Μυλόρδου είναι πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης tου Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Κατέχει Μεταπτυχιακό στη Μαθηματική Παιδεία και Διδακτική Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Έχει μεταπτυχιακό στην Επικοινωνία και Δημοσιογραφία (με κατεύθυνση την Επικοινωνία) από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Εκπόνησε μεταπτυχιακή διατριβή με τίτλο «Επιθέσεις και Αρνητισμός στον Κυπριακό Πολιτικό Λόγο κατά τις Προεδρικές Εκλογές του 2013».
Είναι Έγγαμη με δύο παιδιά.
Ζει στα Βυζακιά της Κύπρου και εργάζεται ως δασκάλα σε δημοτικό σχολείο.
e-mail: giorgia4u@hotmail.com