[mks_dropcap style=”letter” size=”78″ bg_color=”#ffffff” txt_color=”#000000″]O[/mks_dropcap] Αρχιμήδης, ως γνωστόν, ήταν μαθηματικός και φυσικός από τη Μεγάλη Ελλάδα (Συρακούσες της Κάτω Ιταλίας) ο οποίος γεννήθηκε στη Σικελία περίπου το 487 π.Χ. Το έργο του πάνω στους μοχλούς τον έκανε να πει μία περιβόητη φράση (παρότι η εφεύρεση του μοχλού είναι παλαιότερη και δεν αποδίδεται σε αυτόν αλλά στον Αρχύτα) την οποία εν τέλει η ιστορία μας έκανε την χάρη να την διατηρήσει έως σήμερα και που είναι «Δως μοι πα στω και ταν γαν κινάσω». Δώστε μου, ένα σημείο να στηριχθώ και θα κινήσω τη Γη.
Μας λέει δηλαδή ο Αρχιμήδης ότι κανείς από μόνος του δεν είναι ικανός να κάνει οτιδήποτε χωρίς να στηριχτεί πάνω σε κάτι. Ένα φυτό για να υπάρξει και ν’ αντέξει στο δυνατό άνεμο θα πρέπει να στηρίζεται στις ρίζες του. Το ίδιο συμβαίνει και στους ανθρώπους. Για να μπορέσει κάποιος να δει τον κόσμο με το μάτι ενός κοσμοπολίτη, να περάσει δηλαδή από το χωριό του, σε μια πόλη, και από εκεί να πατήσει για να βρεθεί σ’ ένα κόσμο ολόκληρο θα πρέπει να έχει στέρεες ρίζες.
Οι στοχαστές εμπειριοκράτες του 17ου αιώνα, με κύριο αντιπρόσωπο του κινήματός τους τον Τζων Λοκ, διατείνονταν ότι τίποτε δεν μπορεί να συλληφθεί από τη νόηση εάν προηγουμένως δεν γίνει αντιληπτό, δεν στηριχθεί στις αισθήσεις μας για να έχει στέρεες ρίζες. Την τάση αυτή πρώτος επισήμανε ο Αριστοτέλης διατυπώνοντας την με τη φράση «ουδέν εν τη νοήσει, ο μη πρότερον εν τη αισθήσει». Για να απογειωθεί η σκέψη μας χρειάζεται ένα στέρεο αισθητηριακό υπόβαθρο. Όσο πιο πολλές αισθήσεις δημιουργούν αυτό το αισθητηριακό υπόβαθρο τόσο περισσότερο αυτές λειτουργούν ως στήριγμα, ως μοχλός κίνησης, όπως θα έλεγε ο Αρχιμήδης, της νοητικής μας ικανότητας.
Φυσικά οι επιστήμες προχωρούν μέσα από το πείραμα και την απόδειξη, εξελίσσοντας ή διαψεύδοντας προγενέστερες ανακαλύψεις. Εξάλλου είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αφομοιώνει καλύτερα τις αισθητοποιημένες έννοιες, παρά τις αφηρημένες οι οποίες απαιτούν την ικανότητα από το ειδικό στο γενικό.
Εμείς βέβαια ως απόγονοι ενδόξων προγόνων δεν στηριχτήκαμε πάνω στα επιτεύγματα τους ή την βαθειά στοχαστική τους ικανότητα ώστε να καταφέρουμε να κινήσουμε τον πολιτισμό μας, ο οποίος εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια παραμένει σταθερά ακίνητος, αλλά κάθε φορά που χρειάζεται να πείσουμε τους εαυτούς μας ή τους άλλους για την σπουδαιότητά μας ξεσκονίζουμε από το χρονοντούλαπο του σκονισμένου μας μυαλού κάποια σπουδαία φράση ή ανακάλυψη τους.
Εάν λοιπόν οι αρχαίοι μας δίδαξαν κάτι το οποίο θα πρέπει να πάρουμε σαν μάθημα από αυτούς, αυτό σίγουρα δεν έχει να κάνει μόνο με την μνημοσύνη τους. Εξάλλου οι προγονοί μας ταξιδεύανε σε όλο τον κόσμο, προσλαμβάνανε εμπειρίες και γνώσεις από παντού, δεν λέγανε ότι τα ξέρουνε όλα. Κυρίως μάλιστα κατά την ελληνιστική περίοδο όπου η Αλεξάνδρεια υπήρξε για αιώνες σταυροδρόμι ιδεών.
Ας μη ξεχνάμε ότι και ο Πλάτωνας, το διάστημα που οι ιστορικοί χάνουν τα ίχνη του, από το 399 π.Χ. έως το 389 π.Χ., απ’ ότι φαίνεται ταξιδεύει στην Αίγυπτο και μυείται στα μυστήρια της Αιγυπτιακής θρησκείας στην Ηλιούπολη. Πηγαίνει δηλαδή στην Ηλιούπολη και κάνει το ταξίδι που κάνουν όλοι οι τότε σοφοί (Σόλων, Λυκούργος, Πυθαγόρας). Σύμφωνα μάλιστα με τον Ολυμπιόδωρο ταξίδεψε μέχρι τη Φοινίκη και ήρθε σε επαφή με τα δόγματα του ζωροαστρισμού, ενώ δεν μπόρεσε να φτάσει στην Περσία παρ’ ότι το ήθελε. Κατά τη μαρτυρία του Παυσανία, ο Πλάτων ήταν επίσης γνώστης της Χαλδαϊκής και Ινδικής παράδοσης.
Το πολυτιμότερο πράγμα λοιπόν για το οποίο παραμένουν σημαντικοί για εμάς οι αρχαίοι Έλληνες είναι ότι μας δίδαξαν τον τρόπο, την μέθοδο σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να σκεφτόμαστε και μετά να πράττουμε και όχι να λέμε τι λέγανε, δεν ήταν γκουρού, ούτε οπαδοί κάποιας θρησκείας για να έχουν τέτοιες απαιτήσεις.
Το πολυτιμότερο πράγμα λοιπόν είναι πως κατέληγαν σε συμπεράσματα για να φτάσουμε και εμείς κάποια στιγμή να καταλήξουμε στα δικά μας συμπεράσματα. Γιατί ο τρόπος είναι η σκυτάλη το στήριγμα και ο μοχλός για το μέλλον μας και όχι οι παπαγαλίστικες αναφορές μας σε αυτούς.