Ο Περικλής γεννήθηκε στον Δήμο Χολαργού, βόρεια της Αθήνας, γύρω στο 495 π.Χ. Η καταγωγή του ήταν αριστοκρατική, ήταν γιος της Αγαρίστης και του Ξάνθιππου, ο οποίος διετέλεσε πολιτικός και στρατηγός στις αρχές του 5ου αιώνα.
Ο Περικλής ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή και ήταν συγγενής με τους Αλκμεωνίδες, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε ν’ ακολουθήσει το κόμμα του Εφιάλτη, που σαν ιδεολογία του είχε την ισότητα όλων των πολιτών.
Στο σπίτι του δεχόταν φίλους, σοφούς και καλλιτέχνες, όπως τον περίφημο αγαλματοποιό Φειδία, τους ποιητές Ευριπίδη και Σοφοκλή, τους φιλοσόφους Πρωταγόρα, Αναξαγόρα, Σωκράτη κ.ά.
Ήταν ο πρώτος πολιτικός πού αναγνώρισε τη μεγάλη σημασία πού έχει η φιλοσοφία για έναν που προορίζεται να χειριστεί τα κοινά. Μελετούσε για χρόνια τις λεπτές αποχρώσεις της Ελεατικής φιλοσοφίας, πίσω από το λιγοστό φως ενός κεριού- όπως ξέρετε δεν είχανε ακόμη ηλεκτρικό- κάτω από την άμεση καθοδήγηση του Ζήνωνα του Ελεάτη, που οι συλλογισμοί του για το χρόνο, το διάστημα και την κίνηση γέννησαν αργότερα την ατομική θεωρία του Λευκίππου.
Ο φιλόσοφος όμως που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω στη σκέψη του και πού συντέλεσε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ήταν ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Νους είναι η αρχή των πάντων και η αιτία διακόσμησης του αρχικού χάους. Γι’ αυτό άλλωστε όταν τον βλέπανε να περνάει από κάπου λέγανε περιπαικτικά ότι περνάει ο Νους.
Σε αυτόν όφειλε ο Περικλής το χαρακτήρα και την ευγλωττία του.
Για την τρομερή του αυτή ρητορική δεινότητα, οι Αθηναίοι τον ονόμασαν Ολύμπιο.
Λέγανε μάλιστα ότι κάποτε, ο βασιλιάς της Σπάρτης ρώτησε το Θουκυδίδη (όχι τον ιστορικό) που ήταν πολιτικός του αντίπαλος, αν έχει παλέψει μαζί του και ποιος από τους δύο τους είχε νικήσει.
«Να παλέψω με τον Περικλή; Απάντησε ο Θουκυδίδης.
Αποκλείεται, γιατί οπωσδήποτε θα με νικήσει.
Είναι λοιπόν τόσο δυνατός; ρώτησε ο βασιλιάς της Σπάρτης.
Αμφιβάλλω αν είναι δυνατότερος από μένα.
Τότε, πώς θα σε νικήσει;
Με το στόμα του! απάντησε ο Θουκυδίδης.
Έστω και αν τον νικήσω, θα καταφέρει να πείσει τους θεατές ότι με νίκησε εκείνος!».
Μ’ αυτά τα λόγια, ο Θουκυδίδης ήθελε να τονίσει τη δύναμη της ευγλωττίας του.
Κάτι σαν τους πολιτικούς που έχουμε και εμείς σήμερα.
Μάλιστα αν ζούσε στην εποχή μας ο Περικλής θα έμενε έκπληκτος πως κατάφεραν με την ευγλωττία τους να μας πείσουν ότι για τα ανύπαρκτα εισοδήματα της απλήρωτης εργασίας μας, το αφορολόγητο πρέπει να πέσει ακόμη πιο χαμηλά.
Στη γλώσσα τους κρύβεται ο επαγγελματισμός της μακρόχρονης προπαγάνδας τους. Τα λόγια τους μοιάζουν σαν μεγάλες ασιδέρωτες σημαίες που μέσα στις ραφές τους έχει εισδύσει η ναφθαλίνη, η διάψευση και η σιωπή. Σίγουρα θα τους έλεγε, εάν ερχόταν στην εποχή μας, πως θέλει διόρθωση η γλώσσα που μεταπολιτευτικά μάθανε να παπαγαλίζουν όλοι τους σα σιδερωμένο σάβανο.
Γιατί ο Περικλής αντίθετα με τους πολιτικούς σήμερα κατάφερε με την ευγλωττία του να καταργήσει τις εξουσίες του Αρείου Πάγου τις οποίες μετέφερε στην Εκκλησία του Δήμου, έδωσε γη σε όλους τους ακτήμονες και καθιέρωσε τα θεωρικά για την δωρεάν εκπαίδευση όλων των κατοίκων της Αττικής μέσα από τα θέατρα.
Έτσι αν και ήταν γόνος αριστοκρατίας απαρνήθηκε την τάξη του και ακολούθησε δημοκρατικές και ριζοσπαστικές ιδέες.
Μάλιστα, όταν ήταν νέος ήταν αρκετά ντροπαλός και λιγομίλητος κι απέφευγε τον κόσμο. Δεν είχε καμιά διάθεση ν’ ασχοληθεί με την πολιτική, γιατί η οικογένεια του είχε ποτιστεί εξαιτίας της με αρκετές πίκρες.
Ο παππούς του ο Μεγακλής και ο πατέρας του ο Ξάνθιππος, που πολέμησε στα περσικά και νίκησε τους πέρσες το 479 π.Χ. στη Μυκάλη, είχαν πάρει και οι δύο τους το δρόμο της εξορίας, εξοστρακισμένοι από την Εκκλησία του Δήμου. Το ίδιο φοβόταν ότι θα πάθαινε και ο ίδιος αν ασχολούνταν με την πολιτική. Φαίνεται όμως πως τον επηρέασε ο δημοκρατικός Εφιάλτης με τον ακέραιο χαρακτήρα του, την τιμιότητα του και τις όμορφες ιδέες του για την πολιτική ισότητα και την οικονομική ανακούφιση των φτωχών πολιτών. Αργότερα όταν ο Εφιάλτης δολοφονήθηκε, ο Περικλής προώθησε με νόμους τις ιδέες του.
Για την τερατώδη ψυχραιμία του δε, θα σας διηγηθώ μια σχετική ιστορία, αν και δεν είναι γνωστή σε πολλούς.
Μια μέρα λοιπόν, ένας Αθηναίος, που είχε πολύ άσχημη γλώσσα, άρχισε να τον βρίζει με τα χειρότερα λόγια στη μέση της αγοράς. Όπως βρίζουνε σήμερα τους πολιτικούς. Ο Περικλής δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία. Ούτε του είπε ότι ανήκει σε κάποια ακραία παράταξη ή ότι μαζί τα φάγανε.
Όταν νύχτωσε και ξεκίνησε για το σπίτι του, ο ενοχλητικός πολίτης τον ακολούθησε συνεχίζοντας τις βρισιές του. Φτάνοντας στο σπίτι είπε στον υπηρέτη του, που του άνοιξε την πόρτα: “Σε παρακαλώ, οδήγησε με το φανάρι σου αυτόν εδώ ως το σπίτι του, γιατί δεν θα βλέπει να περπατήσει με τόσο πυκνό σκοτάδι.”
Αλλά θα θελα να προβληματιστείτε, πόσοι σύγχρονοι πολιτικοί θα κάνανε αυτό που έκανε ο Περικλής. Δεν είχε σωματοφύλακες, ούτε αστυνόμους γύρω του ή γύρω από το σπίτι του να τον φυλάνε. Όπως κάνουν οι δικοί μας πολιτικοί σήμερα και μετά μιλάνε για δημοκρατία, λες και είναι κάποιο ρούχο που μπορεί ο καθένας να το φορέσει πάνω του και να το κόψει στα μέτρα της εξουσίας που διαθέτει.
Ίσως και γι’ αυτό, αν ο Περικλής ερχόταν σήμερα και έβγαζε ένα νέο επιτάφιο λόγο για τα θύματα της οικονομικής κρίσης, κάπου στον Κεραμικό, να έκλεινε την ομιλία του κάπως έτσι:
«Εμείς πιστέψαμε στην άμεση Δημοκρατία και στην Κλήρωση.
Οι δική σας κοινωνία όμως δεν προσφέρει πλούτο συμμετοχής στον πολίτη και ύστερα περιμένετε να αγαπήσει κανείς και να παλέψει γι’ αυτήν την κοινωνία.
Εάν όμως είναι να επιλέξετε, τουλάχιστον επιλέξτε εκείνους τους πολιτικούς που θα δημιουργήσουν ένα νέο σύνταγμα το οποίο θα εδράζεται στην λαϊκή κυριαρχία και η πολιτική τους σταδιοδρομία δεν θα είναι επαναλήψιμη, αλλά ένας στοίβας εκπαίδευσης για όλους τους πολίτες.
Εγώ μετά από εδώ ίσως να μην σας θυμάμαι καθόλου και ίσως να μη με θυμάστε και σεις, εκείνο όμως που θα θυμάμαι για πάντα είναι αυτή η μικρή σπίθα που έχετε όλοι βαθειά μέσα στα μάτια σας, κρατήστε την αναμμένη και ίσως αύριο γίνει φλόγα που θα αλλάξει και πάλι τον κόσμο».
Μαριάννα Παυλίδου
Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο σας, που συνδυάζει τα ιστορικά στοιχεία με καυστικότητα, εύστοχο σχολιασμό και σύγκριση με τη σημερινή μας κατάσταση!
Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Σ’ ευχαριστώ πολύ!