Επί τέλους βρέθηκε και μια δημοτική παράταξη που είπε όχι στο λαϊκισμό του «χαϊδέματος των αυτιών». Η παράταξη του Απόστολου Φωτιάδη, ο οποίος για το θέμα των κινητοποιήσεων για τα διόδια της Εγνατίας, δήλωσε στο δημοτικό συμβούλιο της Αλεξανδρούπολης ότι είναι εύκολο να έχει κανείς απόψεις αρεστές στα αυτιά πολλών και ιδιαίτερα στους ψηφοφόρους και ότι ο ίδιος δεν έχει ανάγκη να λαϊκίζει για να φαίνεται καλός.
Φαίνεται όμως πως στη Θράκη ορισμένοι ζήλωσαν την δόξα του Δημάρχου- ηθοποιού Γκλέτσου, ο οποίος έγινε «διάσημος» σπάζοντας τις μπάρες των διοδίων της Στυλίδας. Διαβάζοντας το ψήφισμα που εξέδωσαν οι «φορείς» διαπιστώνεις για μια ακόμη φορά την μιζέρια και την κλάψα για την «φτωχή και παραμελημένη Θράκη των συνόρων» και την ζημία που της κάνει η γειτνίαση με την Τουρκία και την Βουλγαρία. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου αυτά τα «επιχειρήματα» ακούω να εκφράζουν οι «φορείς» του τόπου, που με κάνουν να ντρέπομαι γιατί νιώθω ικέτης και πολίτης «ειδικών αναγκών». Και επί πλέον αισθάνομαι κορόιδο, διότι αποδέχομαι το δούλεμα των πατριδοκάπηλων πολιτικών που μου ανάθεσαν την τιμή και το …εθνικό χρέος να «φυλάω Θερμοπύλες», δηλαδή την φρούρηση των συνόρων, απέναντι στον προαιώνιο εχθρό, που εσχάτως επιτίθεται με σφοδρότητα στις ψαροταβέρνες της Αλεξανδρούπολης και της Μάκρης.
Υπάρχει τέτοια αντιστροφή της πραγματικότητας και τέτοια αδυναμία να αντιληφθούμε ότι αυτή η γειτνίαση είναι ευλογία και όχι κατάρα; Είναι κρίμα να μη μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο σημαντικό είναι το πλεονέκτημα της Θράκης να έχει χερσαία σύνορα και να απέχει μόλις τρεις ώρες από δύο χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία) και από την μεγαλούπολη των 20 εκατομμυρίων, την Κωνσταντινούπολη.
Αντί να διεκδικήσουμε η Εγνατία και οι κάθετοι άξονες, που υλοποιούν και διασφαλίζουν αυτό το πλεονέκτημα, να είναι πάντα ανοικτοί για να κυκλοφορούν εμπορεύματα και πολίτες και οι αγορές να είναι έτοιμες και ανταγωνιστικές να δεχθούν τους επισκέπτες και τους πελάτες, εμείς συσκεφτόμαστε τόσοι άνθρωποι και τόσα μυαλά για να γράψουμε μια επιστολή διαμαρτυρίας για τα διόδια των 2,4 ευρώ. Και να απειλούμε μάλιστα ότι θα κλείσουμε τα μαγαζιά και τους δρόμους (θύμωσε ο Αλή και έκοψε το δικό του πουλί …)
Χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κάποιος ότι ένας δρόμος 1000 χιλιομέτρων (μαζί με τους κάθετους άξονες), απαιτεί τεράστια κονδύλια για την συντήρησή του, την ασφάλειά του, τον ηλεκτροφωτισμό του, τις υπηρεσίες λειτουργίας του; Τι θέλουν να γίνουμε όπως η Βουλγαρία των κομμουνιστικών χρόνων, όπου έβλεπες μεγάλους και φαρδείς δρόμους γεμάτους λακκούβες, διότι προφανώς δε υπήρχαν χρήματα για την συντήρησή τους;
Και ποιος θα πληρώσει αυτά τα χρήματα σε ένα καταχρεωμένο κράτος, στο οποίο οι πολίτες του αρέσκονται στο σπορ της φοροδιαφυγής; Η απάντηση είναι μια: Οι χρήστες του δρόμου που απολαμβάνουν και τα οφέλη σε χρόνο, σε ασφάλεια και σε χρήμα, σε σχέση με την παλιά οδό, στην οποία τα διόδια τα πληρώναμε πολλαπλάσια σε χρόνο και καύσιμα και συχνά σε ανθρώπινες ζωές. Και ας αφήσουμε τα ψυχοπονιάρικα για τους φτωχούς ΙΧίδες που δεν έχουν να πληρώσουν τα διόδια. Πρόσφατα ταξίδευσα με το ΚΤΕΛ και το απόλαυσα (παρ’ ότι έπεσα σε αγενή οδηγό που μου μίλησε με αυθάδεια, επειδή του συνέστησα να μην μιλάει συνέχεια στο κινητό, όσο οδηγούσε). Εξ άλλου μόνο στη χώρα των «φτωχών» ΙΧίδων (μεγάλου κυβισμού συνήθως) έχουν τέτοια απαξίωση τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Βεβαίως και υπάρχουν περιθώρια διευκόλυνσης ορισμένων κατηγοριών πολιτών που λόγω κατοικίας και εργασίας χρησιμοποιούν συχνά την Εγνατία. Βεβαίως και πρέπει να γίνει αναλογική η χρέωση ανά χιλιόμετρο, με την ταυτόχρονη αυτοματοποίηση της πληρωμής τους μέσω τηλε-συστημάτων.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι κατά βάθος, η αιτία των διαμαρτυριών είναι η γενικευμένη παραδοχή του Έλληνα ότι δεν πρέπει να πληρώνουμε τίποτε και ότι το κράτος πρέπει να μας τα παρέχει όλα δωρεάν. Γι αυτό και το κίνημα «δεν πληρώνω» βρίσκει τέτοια απήχηση στην χώρα των τζαμπατζήδων και των φοροφυγάδων. Μέχρι και κομματικά σύνθημα έγινε, που τώρα όμως γύρισε μπούμεραγκ στην Κυβέρνησή μας.