της Γιώτας Αγαπητού
Ο Χαραλάμπης σε λίγες μέρες θα γιόρταζε τα ογδόντα οχτώ του χρόνια έχοντας κοντά του τα πέντε του παιδιά και τα δέκα του εγγόνια, μα πάνω απ’ όλα στο πλευρό του θα στέκονταν η συνοδοιπόρος και σύντροφος της ζωής του, η κυρία Χαρίκλεια. Ήταν ένας κοτσανάτος ηλικιωμένος άντρας που του άρεσε να διηγείται ιστορίες από τη ζωή του, αλλά και από τις ζωές των ανθρώπων που αγαπούσε. Γεννήθηκε ένα πρωινό του Οκτώβρη κάπου στη Θράκη. Ο πατέρας του ήταν πρόσφυγας από την Ανατολική Ρωμυλία και οι ρίζες της μάνας του χάνονταν στην Απολλωνιάδα της Μικράς Ασίας, τόπος καταγωγής και της γυναίκας του της Χαρίκλειας, η οποία είχα ταξιδέψει αρκετές φορές στην πατρώα γη, εκείνος όμως δεν την ακολούθησε ποτέ, παρόλο που πάντα του άρεσε να λέει ότι η Απολλωνιάδα ήταν ένας τόπος μαγικός και ευλογημένος από τη φύση.
- Εγώ ποτέ δεν θα πάω ν’ αφήσω λεφτά σ’ αυτά τα σκυλιά, έλεγε γεμάτος θυμό, αλλά και υπερηφάνεια.
Εξάλλου ο Χαραλάμπης δε συμπαθούσε καθόλου τους Βαλκάνιους γείτονες μας. Ποτέ δε θα ξεχάσει την ιστορία που του είχε διηγηθεί ο θείος του ο Νώντας όταν ήταν παιδί για το πώς συμπεριφέρθηκαν οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι κατακτητές στην οικογένειά τους σε κείνα τα σκοτεινά χρόνια πριν από ένα αιώνα και πάνω, που στη Μακεδονία και τη Θράκη, σαν γνήσιοι βάρβαροι, δημιούργησαν τα πάνδεινα στο λαό μας. Θυμάται το θείο του να του διηγείται ιστορίες για το πώς ο παππούς του, μέγας προύχοντας της περιοχής, βοηθούσε κρυφά τον ελληνικό στρατό, μέχρι που το έμαθαν οι Βούλγαροι κατακτητές και του έκοψαν το κεφάλι, στέλνοντας στις φυλακές της Βουλγαρίας του υπόλοιπους άντρες της οικογένειας, αλλά και για το πώς δραπέτευσαν κρυφά μετά από καιρό φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη. Τέτοιες ιστορίες έκαναν τη φαντασία του να διψάει και να δημιουργεί εικόνες μέσα στο μυαλό του.
Ο Χαραλάμπης ήταν ένα πολύ ζωηρό παιδί, αλλά συνάμα και πολύ μοναχικό, πολλές φορές μάλιστα απέφευγε τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας του. Υπήρχαν στιγμές που έπαιζε με το ξύλινο σπαθί που του είχε σκαλίσει ο θείος του ο Νώντας, φτιάχνοντας φανταστικές μάχες με τους ίδιους πάντα εχθρούς, τους Βούλγαρους και τους Τούρκους, που είχαν αιματοκυλίσει τα Βαλκάνια, ζωγραφίζοντας σελίδες ιστορίας με τα χρώματα του τρόμου.
Τον θείο του το Νώντα τον είχε σαν πατέρα του, γιατί τον πραγματικό του πατέρα δεν τον γνώρισε σχεδόν ποτέ. Ο πατέρας του πέθανε όταν εκείνος ήταν δύο χρονών, από μηνιγγίτιδα όπως είπαν οι γιατροί, αφήνοντας μόνη την έγκυο γυναίκα του στο δεύτερο παιδί τους.
Έτσι, ζητούσε πάντα από τη μάνα του να του διηγείται ιστορίες για τη ζωή του πατέρα του, γιατί για κείνον ήταν ένας ήρωας που δεν πρόλαβε να ζήσει. Μεγαλώνοντας έπιασε δουλειά με μεροκάματο είκοσι δραχμές την εβδομάδα, μοιράζοντας εφημερίδες και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα πρωτοσέλιδά τους. Τα χρήματα που έβγαζε τα έδινε στη μάνα του για να συμπληρώσει το οικογενειακό τους εισόδημα, μιας και κείνη δούλευε ως μοδίστρα και πλύστρα σε σπίτια. Αυτό όμως δεν την έκανε ποτέ να παραπονεθεί, αλλά ούτε και να λυγίσει, γιατί ήταν γυναίκα περήφανη και δεν ήθελε να γίνεται βάρος με τα παιδιά της σε κανέναν.
1946 και στην πόλη μετά το τέλος του πολέμου ήρθε ένας νέος άντρας από τη Μικρά Ασία αποφασισμένος ν’ ανοίξει μία ακόμη τοπική εφημερίδα. Αναζητούσε ανθρώπους με όρεξη και μεράκι για τη στελέχωσή της, πληρώνοντάς τους καλά. Ο Χαραλάμπης άδραξε την ευκαιρία και καθώς ήταν έξυπνος και δραστήριος κέρδισε αμέσως τη συμπάθεια του νεαρού εκδότη, του Νίκου Λαμπρινού. Τα χρήματα που θα έπαιρνε ήταν είκοσι δραχμές τη μέρα, ασκώντας τη δουλειά του τυπογράφου. Υπήρχαν μέρες που η εφημερίδα έβγαζε έκτατη έκδοση λόγω σημαντικών πολιτικών γεγονότων, τότε ο Χαραλάμπης αναγκαζόταν να δουλεύει στο τυπογραφείο μέχρι αργά το βράδυ.
1952, ήταν η χρονιά που ο Χαραλάμπης ήρθε σε κόντρα με τον εκδότη του λόγω των εκλογών που επέκειντο, καθώς η εφημερίδα υποστήριζε το συντηρητικό κόμμα του Αλέξανδρου Παπάγου, τον «Ελληνικό Συναγερμό». Ο Χαραλάμπης ήταν υποστηρικτής και θαυμαστής του Νικόλαου Πλαστήρα, αλλά και του κόμματός του «Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου». Άκρως δημοκρατικός καθώς ήταν λάτρευε, εκτός από την οικογένειά του και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο θεωρούσε ως ένα σύγχρονο οραματιστή της Ελλάδος. Ακόμα και όταν τα χρόνια περνούσαν και οι πολιτικοί άλλαζαν σαν γυναικεία ρούχα στις ντουλάπες που μέσα στις ραφές τους είχε διεισδύσει ως ναφθαλίνη η διάψευση και η σιωπή, εκείνος δεν έπαψε να υποστηρίζει τις ιδέες και τα πιστεύω αυτών των δύο σπουδαίων πολιτικών.
1965, σχεδόν είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τότε που ξεκίνησε να δουλεύει ως τυπογράφος στην εφημερίδα, αλλά και ν’ αρθρογραφεί κάθε φορά που ένοιωθε ότι ήθελε να μοιραστεί κάτι που έτρωγε την ψυχή του. Εκείνη τη χρονιά ο Χαραλάμπης γνώρισε τη Χαρίκλεια, τη γυναίκα που θα του χάριζε πέντε παιδιά, αλλά πάνω απ’ όλα όμορφες στιγμές συντροφικότητας. Η Χαρίκλεια είχε έρθει να δουλέψει στην εφημερίδα ως γραμματέας, ο έρωτας τους ήταν κεραυνοβόλος. Παντρεύτηκαν μετά από τρία χρόνια αρραβώνα, Τότε ο Χαραλάμπης ένοιωσε ότι ήρθε η ώρα να φύγει από την εφημερίδα και ν’ ανοίξει μία δική του επιχείρηση. Εξάλλου το εμπορικό δαιμόνιο το είχε κληρονομήσει από τον παππού του από τον οποίο είχε πάρει και τ’ όνομά του. Ήταν ένας από τους πλουσιότερους εμπόρους της περιοχής στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το κατάστημα που άνοιξε ο Χαραλάμπης οι κάτοικοι το χαρακτήριζαν ως στολίδι για την πόλη τους. Εκεί οι γυναίκες μπορούσαν να βρουν τα πάντα από είδη προικός και ρουχισμού μέχρι κοτόν περλέ και μουλινέδες. Εξάλλου ήταν αγαπητός στην τοπική κοινωνία και για το λόγο αυτό δεχόταν πολλές φορές προτάσεις για ν’ ασχοληθεί με τα κοινά, όμως πάντα η απάντησή του ήταν αρνητική, γιατί όπως έλεγε δεν υπήρχαν πια πολιτικοί με οράματα και ιδέες για να συνταχτείς μαζί τους. Τα βράδια όταν έκλεινε το κατάστημα πήγαινε στο σπίτι για να βοηθήσει τη γυναίκα του, τη Χαρίκλεια, με τις δουλειές του σπιτιού, διότι εκείνη μετά τη γέννηση του πέμπτου παιδιού τους παρουσίασε κάποια κινητικά προβλήματα που την εξανάγκασαν να σταματήσει τη δουλειά μη μπορώντας ν’ ανταπεξέλθει με ευκολία στις απαιτήσεις της καθημερινότητας.
Παρόλο που ο Χαραλάμπης ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος είχε μόνο ένα πραγματικό φίλο, το Φιλήμονα. Έμπορος και κείνος, μεγάλωσαν μαζί από παιδιά παίζοντας στις αλάνες πετροπόλεμο, κρυφτό και κυνηγητό. Τα βράδια όταν και οι δύο έκλειναν τα μαγαζιά τους, ο Χαραλάμπης του διάβαζε τ’ άρθρα του πριν τα δώσει για δημοσίευση στην εφημερίδα, κάτι που έκανε μέχρι και τα ογδόντα του χρόνια. Αμέτρητες φορές όμως μάλωνε και δε μιλούσε για μέρες με τον εκδότη του, το Νίκο Λαμπρινό, παρ’ όλα αυτά οι δύο άντρες δεν έπαψαν να εκτιμούν ο ένας τον άλλο βαθύτατα.
Στο φίλο του Φιλήμονα και στον εκδότη του Νίκο Λαμπρινό παρουσίαζε κάθε νέα του γευστική πρόταση γιατί ήτανε καλοφαγάς και του άρεσε να μαγειρεύει πειραματιζόμενος με τις γεύσεις. Μαγείρευε σαν να διηγούνταν ιστορίες γεμάτες φαντασία, αλλά και ρεαλισμό, υπογράφοντας στη στήλη του στην εφημερίδα με το ψευδώνυμο «Ο άνθρωπος που λάτρευε να διηγείται ιστορίες».