της Γιώτας Αγαπητού
Αύγουστος και το καλοκαίρι ολοκληρώνει σιγά σιγά την πορεία του μέσα στο χρόνο αφήνοντας το δικό του αποτύπωμα αναμνήσεων στους ανθρώπους. Οι παραλίες ήδη από το Μάιο έχουν αρχίσει να υποδέχονται τις πολύχρωμες φυλές των λουόμενων, είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι κουρασμένοι από τα πρέπει και τα θέλω του χειμώνα που πέρασε, ενός χειμώνα που ήταν γεμάτος με υποχρεώσεις. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, φύλου και εθνικότητας, αναζητώντας απεγνωσμένα να γευτούν, σαν δροσερό κοκτέιλ, λίγες στιγμές χαλάρωσης πάνω στη χρυσαφένια αμμουδιά που την αγγίζουν τα γυμνά κορμιά τους. Άνθρωποι που αφήνουν τον αληθινό εαυτό τους να βγει στην επιφάνεια, αλλά και κάποιοι που σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια δε σταματούν στιγμή να υποδύονται το ρόλο που επέλεξαν.
Στην ίδια παραλία συνυπάρχουν αρμονικά όσοι αναζητούν λίγες στιγμές δροσιάς ηρεμίας, αλλά και κοσμικότητας. Δίπλα δίπλα γυναίκες, νεαρές, μανάδες αλαφιασμένες που τρέχουν πίσω από τα παιδιά τους, φορτωμένες με κουβαδάκια, αντηλιακά, πετσέτες και ταπεράκια με πρόχειρο φαγητό, έτοιμες να καλύψουν την οποιαδήποτε ανάγκη των παιδιών τους, αλλά και του συντρόφου τους που στέκεται συμπαραστάτης σε τέτοιες περιστάσεις. Μανάδες εργαζόμενες σε μία κοινωνία που θ’ απαιτεί πάντα από τη γυναίκα να παίζει άψογα το ρόλο της καλής νοικοκυράς που προνοεί για τα πάντα, αδιαφορώντας αν το βλέμμα της πέφτει πάνω στην εντυπωσιακή κοπέλα που είναι ντυμένη με τις ανασφάλειές της, οι οποίες είναι καμουφλαρισμένες με μαγιό της τελευταίας σεζόν και το πρόσωπό της βαμμένο με πολλές στρώσεις μεικάπ, παρέα άλλοτε με φίλες στην παραλία και άλλοτε μ’ έναν άντρα για τον οποίο φοβάται μήπως αντικρίσει το αφτιασίδωτο πρόσωπο της.
Στη διπλανή ξαπλώστρα μία παρέα ηλικιωμένων συνταξιούχων κοιτάζει τη θάλασσα και αναπολεί τις εποχές που ήταν και κείνοι νέοι, ενώ τώρα κρατούν από το χέρι τα εγγόνια τους ταΐζοντας τα μία φέτα καρπούζι και παίζουν μαζί τους, όπως κάποτε με τα παιδιά τους. Ως γνήσιοι απόμαχοι της ζωής αφήνουν τον ήλιο να στεγνώσει τα βρεγμένα κορμιά τους, έχοντας συντροφιά ένα παγωμένο νερό και ένα δροσερό καφέ. Τους ακούς συχνά να μιλούν για τα χάπια τους, να τσακώνονται για την πολιτική, αλλά και να κουτσομπολεύουν άλλοτε αθώα και άλλοτε όχι. Συχνά όμως αναπολούν της μέρες και τα χρόνια που έφυγαν συγκρίνοντας τα με το τώρα, ενώ κάποιες φορές σχολιάζουν τους πολιτικούς που δεν καταδέχονται να κάνουν μπάνιο σε παραλίες με τον απλό κόσμο, αλλά συχνάζουν σε κοσμικές πλαζ, κάνοντας παρέα με ανθρώπους ισχυρούς στην τσέπη και στα media. Λίγο πιο κάτω κάποιες τουρίστριες μαζεύουν κοχύλια από την άμμο, ως ενθύμιο που πάντα θα μυρίζει αλμύρα ενός φωτεινού και ξένοιαστου ελληνικού καλοκαιριού.
Έφηβοι έχοντας μια πετσέτα, ένα αντηλιακό και το κινητό τους στο χέρι, μετά από ένα χειμώνα γεμάτο διάβασμα και φροντιστήρια, ξεχύνονται στις παραλίες γιατί είναι ώρα για στιγμές ξεγνοιασιάς με φίλους, ζώντας ίσως και ένα καλοκαιρινό έρωτα. Βλέπεις παρέες παιδιών κάτω από την αυγουστιάτικη πανσέληνο, με τ’ αστέρια και τη θάλασσα να κρατάνε τσίλιες για ένα καλοκαιρινό κλεφτό φιλί πριν γίνουν ένα με την παρέα που έχει ανάψει φωτιά στην παραλία με μοναδική συντροφιά μία κιθάρα και άφθονες παγωμένες μπίρες, εικόνες που αύριο θα γίνουν στιγμές αναμνήσεων μέσα στο χρόνο. Εικόνες που θ’ αποτυπωθούν και αργότερα θα δημοσιευθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίρνοντας αμέτρητα λαϊκ. Όπως εξάλλου κάνουν και άλλες παρέες μεγαλύτερων ανθρώπων που αποτυπώνουν τις στιγμές τους στη φωτογραφική μηχανή του κινητού τους, καθώς τα πεντάχρονα παιδιά τους φτιάχνουν με τα κουβαδάκια τους πύργους και κάστρα στην άμμο, ενώ η θάλασσα μ’ ένα της κύμα τα διαλύει παίζοντας μαζί τους σαν να είναι και κείνη παιδί.
Το αιώνιο παιδί, το αγαπημένο παιδί των ανθρώπων, η αιώνια γυναίκα που χαίρεται να παίζει με τον μπαμπά που μαθαίνει στο μικρό παιδί του να κολυμπάει, καθώς η μαμά καθισμένη στην ξαπλώστρα της κοιτάζει χαρούμενη και η θάλασσα της κλείνει φιλικά το μάτι, σαν μάνα προς μάνα, μιας και έχουν τους δικούς τους μυστικούς κώδικες επικοινωνίας, γιατί η θάλασσα ήταν και είναι η μάνα όλων των ανθρώπων. Έτσι σιωπηλά νοιώθει τη θλίψη των νέων που κολυμπούν στα νερά της προσπαθώντας να ξεφύγουν για λίγο από τις σκέψεις και το άγχος για τα όνειρα που μπήκαν στο συρτάρι μαζί με τα πτυχία. Όνειρα που έκαναν για ένα καλύτερο μέλλον από αυτό που ίσως είχαν οι γονείς τους, αλλά κάποια στιγμή συμβιβάστηκαν πιάνοντας δουλειά με ελάχιστα χρήματα.
Ήλιος και θάλασσα παντοτινοί σύντροφοι αυτού του τόπου, όπου η ελιά και η δάφνη συντροφεύουν με τις ευωδιές που αναδύονται από τα κλαδιά τους τα καλοκαίρια. Άνθρωποι ελεύθεροι από σκέψεις και σκοτούρες αφουγκράζονται κάθε καλοκαίρι το τραγούδι που σιγοψιθυρίζει ο άνεμος, λέγοντας και αυτοί λόγια ερωτικά στη θάλασσα που κάνουν το φεγγάρι να ζηλεύει, συντροφεύοντας όμως τα όνειρα και τις προσδοκίες αυτής της πολύχρωμης φυλής των λουομένων του καλοκαιριού.