Αναστάσιος- Μαρίνος Μιμίκος
Ξεθωριασμένα Δάκρυα
Το φτυάρι ακούμπησε με δύναμη το φρέσκο χώμα. Είχε τελειώσει από ώρα το φύτεμα των πικροδαφνών. Τα αγαπούσε αυτά τα δενδρύλλια γιατί του θύμιζαν τα μικράτα του στο σπίτι των παππούδων του. Ο Βαλσάμης δύο μεράκια είχε σε αυτήν την ζωή. Το τσίπουρο και το ανθολόγιο. Μπορούσε να φτάσει μέχρι την άλλη άκρη της Ελλάδας για να συλλέξει φύλλα για την συλλογή του και σπόρους για την αυλή του. Το μικρό παστρικό σπίτι του ήταν το τελευταίο του χωριού και η αυλή του έφτανε μέχρι την όχθη του ποταμού. Την είχε επιμελώς σπείρει με κάθε λογής φυτά, δέντρα και θάμνους που μάζεψε από όλα τα ταξίδια του. Είχε δημιουργήσει τον δικό του παράδεισο, ακριβώς όπως τον είχε ονειρευτεί. Δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τις έντονες συναναστροφές. Χρόνια τώρα μόνος, συνήθιζε να περνά τις μέρες του πότε ψαρεύοντας και πότε πίνοντας. Ήταν μονόχνοτος και εσωστρεφής. Με το ζόρι χάριζε την καλημέρα του και πάντα μουτρωμένος. Δεν πείραζε όμως ποτέ κανέναν.
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που τον είχε παρατήσει η γυναίκα του και είχε φύγει με τον δάσκαλο του χωριού. Είχε κι έναν γιό κάπου ξεχασμένο. Δεν κράτησε μαζί του καμία επαφή και το χωριό είχε να τον δει τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ο Βαλσάμης δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτόν. Δεν τον ρωτούσαν οι συγχωριανοί του. Όχι από διακριτικότητα, αλλά από οίκτο.
Πολλές φορές καθόταν στην όχθη του ποταμού και ψάρευε ποταμόψαρα για μεζέ με το τσίπουρό του. Δεν τον ένοιαζε να πιάσει πολλά. Ήταν απλώς η ώρα που χαλάρωνε και σκεφτόταν τα περασμένα. Εκεί πρωτογνώρισε την γυναίκα του, αμούστακο παιδί ακόμα. Εκεί ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα, εκεί γεύτηκε για πρώτη φορά τον έρωτα, εκεί πήγαινε να παίξει με το γιο του. Όλα εκεί. Πλάι στην όχθη του ποταμού του. Απέραντα τρυφερός μαζί του και πάντα δίπλα του. Οι αναμνήσεις, του έφερναν δάκρυα στα μάτια. Κάποιες φορές έπαιρνε για συντροφιά μία παλιά ασημένια κορνίζα, με μία ξεθωριασμένη φωτογραφία μέσα. Την έκρυβε πάντα κάτω από το στρώμα του. Δε θα την έβλεπε κανείς εξάλλου, απλώς την έβγαζε στα μεγάλα σεκλέτια του. Δεν ήθελε να την βλέπει καθημερινά.
Έναμεσημέρι, είχε κανονίσει να πάει για παραγάδι με την βάρκα του μοναδικού φίλου του στο χωριό. Θα συναντιόντουσαν το σούρουπο και θα ψάρευαν μέχρι αργά τη νύχτα. Το φεγγάρι ήταν στη χάση του και το ποτάμι γεμάτο ψάρια. Στα ασημί νερά του ποταμού τα ψάρια φωσφόριζαν σαν πολύτιμα πετράδια στο βυθό. Τα δίχτυα γέμισαν, τα μπουκάλια με το τσίπουρο άδειασαν και τα δάκρυα στέγνωσαν. Θυμήθηκαν τα νιάτα τους, τα καλά και τα άσχημά τους, τα χρόνια στον στρατό, τα άδικα πρώιμα γεράματά τους. Χήρος εδώ και δύο χρόνια ο φίλος του. «Σε ζηλεύω», του έλεγε συχνά ο Βαλσάμης, «εσύ τουλάχιστον έχεις κάτι να κλάψεις» κι έσκυβε το πρόσωπό του μέχρι τα γόνατα. Κι έτσι ήταν. Αυτός δεν είχε τίποτα. Τίποτα απολύτως.
Κόντευε πια να ξημερώσει όταν ξέμπλεξαν τα δίχτυα και έδεσαν την βάρκα. Από μακριά διέκρινε ένα αχνό φως στο παράθυρο του σπιτιού του. Δεν είχε αφήσει τίποτα ανοιχτό, αλλά ίσως και να έφεγγε η μικρή λάμπα από το εικονοστάσι. Δεν θυμόταν. Μόλις μπήκε στο σπίτι δεν είδε κανέναν. Ξεντύθηκε και ετοιμάστηκε να ξαπλώσει, όταν μία περίεργη φωνή καρφώθηκε σαν μαχαίρι στην πλάτη. «Ήρθα να δω τη μάνα μου». Τα πόδια του λύγισαν και ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Δεν γύρισε ούτε το πρόσωπό του, παρά μόνο έφτυσε με μίσος κάτω και αποκρίθηκε «δεν θέλω ούτε να σε κοιτάξω. Να εξαφανιστείς μέσα στην νύχτα όπως ήρθες. Η μάνα σου με παράτησε εδώ και χρόνια. Σε μπουρδέλα ψάξε, να την βρεις». «Γιατί αποφεύγεις να με κοιτάξεις; Επειδή δεν σου μοιάζω; Τη μάνα μου θέλω», ξανακούστηκε η περίεργη φωνή.
Μια νύχτα στα δεκαεφτά του και με αίματα να τρέχουν από τα ρουθούνια και τα χείλη του, ο γιος του ο Κωνσταντής, ο μονάκριβός του, έφευγε τρέχοντας μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Φορτώθηκε στην πρώτη νταλίκα που βρήκε για να μπορέσει να ξεφύγει από τον άγριο ξυλοδαρμό του πατέρα του. Πριν λίγη ώρα τον είχε πιάσει στις τουαλέτες του καφενείου να κάνει ‘’παρέα’’ σε δύο φαντάρους. Τον έσυρε από τα μαλλιά μέχρι το σπίτι κι εκεί με το ζωνάρι και τη βίτσα τον μπλάβιασε. Το κορμί του πρέπει να ηρέμησε πολλές μέρες μετά. Ο φορτηγατζής τον πήγε στο σπίτι του στην Θεσσαλονίκη κι αφού τον περιποιήθηκαν μαζί με την γυναίκα του αρκετές μέρες, του έχωσε εκατό ευρώ στην τσέπη και του ευχήθηκε καλή τύχη.
Η τύχη τον έβγαλε στην Αθήνα να κοιμάται στα παγκάκια του Ζαππείου. Από εκεί σε ένα στριπτιτζάδικο στην Πάτρα και πάλι πίσω στη Συγγρού με πλουμιστά ρούχα και καριέρα πεζοδρομίου. Άκουγε πλέον στο όνομα Νταίζη. Τον πρώτο καιρό μιλούσε στο τηλέφωνο με τη μάνα του, αλλά αργότερα δεν μπορούσε να την βρει. Όταν σήκωνε ο Βαλσάμηςτην κλήση του, έκλεινε χωρίς να ακούσει ούτε ένα δεύτερο ‘’ναι’’.
Κι έτσι ακριβώς ήρθε να τον συναντήσει. Με μακριά κατάξανθα μαλλιά, με ρούχα ακριβά και προκλητικά, με ένα ζευγάρι θεόρατες γόβες και σκουλαρίκια μέχρι τους ώμους. Νύχια βαμμένα, ψεύτικα στήθη και ένα άρωμα βαρύ που τρέλαινε τα μηνίγγια του Βαλσάμη. Του ερχόταν αναγούλα. Έφυγε από το σπίτι και τράβηξε για το καφενείο. Μπήκε αμίλητος και κάθισε στην συνηθισμένη γωνιά του. Δεν υπήρχαν πολλοί συγχωριανοί του, καμιά δεκαριά όλοι κι όλοι. Μόλις είχε χαράξει κι ακόμα ήταν νωρίς. Παρήγγειλε έναν καφέ να ηρεμήσει από το ποτό κι από την ταραχή. Άναψε και ένα τσιγάρο και βυθίστηκε στη σκέψη του. Κανείς δεν τον ρώτησε τίποτα, παρά μόνο τα βασικά. Βεβαιώθηκε πως κανείς δεν ξέρει τίποτα για την άφιξη του γιου του.
Μετά από κάνα δίωρο επέστρεψε στο σπίτι. Κανείς. Όλα ήταν όπως τα είχε, σε τάξη. Μόνο το συρτάρι με τις φωτογραφίες ήταν ελαφρώς ανακατεμένο. Βγήκε στην αυλή και κοίταξε προς το ποτάμι. Διέκρινε μία ξανθιά φιγούρα να κάθεται και να κοιτάει κάτι. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πάει στραβά με τον γιο του. Τι είχε φταίξει και είχε πάρει αυτόν τον δρόμο. Πόσο ντρεπόταν. Πόσο τον σιχαινόταν. Πόσο ήθελε να σβήσει το παρελθόν του όλο. Να ξαναγεννηθεί. Όσο σκεφτόταν, το μυαλό του θόλωνε. Το άρωμα συνέχιζε και του έφερνε αναγούλα. Ένιωθε πως όλη η αυλή μύριζε σαν αυτόν. Σαπίλα και βρωμιά. Έβαλε ένα κομμάτι σχοινί στην τσέπη του παντελονιού του και τον πλησίασε. «Σου ζήτησα να φύγεις» του είπε καθώς χαμήλωνε στα γόνατα. «Αν δεν δω τη μάνα μου δεν πρόκειται…», με μιας η φωνή του κόπηκε. Ένα σχοινί τόσο σφιχτά τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, του έκοβε την ανάσα. Τα μάτια του γούρλωσαν. Τα ρουθούνια του πάλλονταν να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα. Τα χέρια του άφησαν τις φωτογραφίες πάνω στις καλαμιές, τα πόδια του τέντωσαν προς το ποτάμι και με ένα δυνατό τράνταγμα, το κορμί του παραδόθηκε.
Ο Βαλσάμης δεν ταράχθηκε ούτε στιγμή. Ίσα-ίσα ένιωθε ξαλαφρωμένος. Δεν είχε τύψεις. Δεν είχε πλέον άλλα δάκρυα. Είχαν πετρώσει εδώ και χρόνια όπως ακριβώς και η καρδιά του. Εκείνος ζητούσε επίμονα τη μάνα του. Για αυτόν, ο γιος του είχε πεθάνει εκείνη τη νύχτα που έφυγε από το σπίτι. Τώρα ήταν μόνος. Εξάλλου,πάντα μόνος του ένιωθε. Πρινακόμητου ανακοινώσει η γυναίκα του πως θα τον εγκαταλείψει για έναν άλλον άντρα. Όλα είχαν τελειώσει πια και είχε την ηρεμία του.
Δύο μέρες αργότερα περιπολικά της αστυνομίας, μετά από άγνωστο τηλεφώνημα, βρίσκονταν έξω από το σπίτι του Βαλσάμη. Το σημείο πρόδιδε μία ασημένια κορνίζα, που με δυσκολία διακρινόταν μία μητέρα με ένα βρέφος στην αγκαλιά ,κι έναν όμορφο άντρα δίπλα της χαμογελαστό. Ήταν ακουμπισμένη ανάμεσα στις δύο πικροδάφνες. Το χώμα ήταν ακόμα φρέσκο και νωπό. Τα συνεργεία της εγκληματολογικής ανέσυραν δύο πτώματα ακριβώς κάτω από τα δενδρύλλια. Το ένα ήταν μόλις δυο ημερών και ανήκε σε έναν άντρα που φορούσε γυναικεία ρούχα και το δεύτερο σε μία γυναίκα, σε πλήρη αποσύνθεση. Δεν χρειαζόταν καμία ανάλυση. Όλοι κατάλαβαν ποιοι ήταν θαμμένοι δίπλα στο ποτάμι.
Το σπίτι ήταν πεντακάθαρο και τακτοποιημένο. Δεν φαινόταν να λείπει τίποτα. Μόνο λίγα ρούχα, ένα κουτί με σπόρους και το ανθολόγιο. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα σημείωμα που έγραφε, ‘’Πάντα ζητούσατε ο ένας τον άλλον. Τα δάκρυα ξεθώριασαν. Αντίο’’.
Βιογραφικό συγγραφέα
Ο Αναστάσιος-Μαρίνος Μιμίκος είναι Οπτικός, γεννήθηκε το 1977, είναι έγγαμος και διαμένει στην Κομοτηνή.
Είναι απόφοιτος του ΑΤΕΙ Αθήνας, Τμήμα Οπτικής
e-mail: mimicoptic@hotmail.com