ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΚΟΝΤΑΚΗΣ
Μια νέα πατρίδα
Η απόσταση παίζει πάντα περίεργα παιχνίδια με το μάτι. Αυτή η βάρκα, που κινείται κάπως αβέβαια στη γραμμή του ορίζοντα, για μια στιγμή μοιάζει νεογέννητη φάλαινα που δοκιμάζει το σώμα της στο νερό, έπειτα πάλι σαν δελφίνι ζαλισμένο, ετοιμοθάνατο. Μα τώρα φαίνεται σαν μια κουκίδα, μύτη αποφασισμένη για τα μέρη μας, αν και συνεχίζει να πλαγιάζει, να μπατάρει κάθε τόσο: έχει δρόμο ακόμα και μοιάζει να δυσκολεύεται.
Μέσα στη βάρκα, οι δύο διωγμένοι παλεύουν να τη φέρουν βόλτα· το νησί που βλέπουν στο βάθος του ορίζοντα μοιάζει να ‘ναι η μόνη τους πατρίδα. Η ανάγκη πλάθει τους συντρόφους όταν, ξένοι πια απ’ τη γη τους, πατούν μέρες τώρα αυτό το καρυδότσουφλο και μοιράζονται με ευλαβική προσοχή τα λιγοστά εφόδια που τους δόθηκαν, παρηγοριά τάχα για τη συνείδηση αυτών που έμειναν πίσω, μέχρι να τους δεχτεί όποια γη βρεθεί μπροστά τους.
Μέχρι τώρα, με οικονομία δυνάμεων, μια ο ένας με το δεξιό κουπί κι ο άλλος με το αριστερό, μια αντίστροφα, ταξίδευαν με ένα στόχο κοινό μόνο στο μυαλό: «πρέπει να ζήσουμε, ας είναι κι έτσι». Έτσι κυλούσαν οι μέρες, με ταχύτητα και μόχθο: «μόνο μπροστά», κι ας κάναν ίσως μάταιους κύκλους.
Τις νύχτες η βάρκα πήγαινε μονάχη της, τεμπέλικα, στο άγνωστο, αν και κάποιος από τους δυο συντρόφους θα έκανε συχνά τον κόπο να θυσιάσει έναν ύπνο κάτω από τ’ αστέρια για να αρμενίσει μόνος του, προς άγνωστη κατεύθυνση, για κείνη τη νύχτα. Λίγο πιο γενναιόδωρη μερίδα τροφής θα ήταν η ανταμοιβή του την επόμενη, κατάκοπη μέρα, και λίγη ελπίδα για σωτηρία παραπάνω, και για τους δυο.
Και τώρα, που το ένα κουπί ήταν σπασμένο, δεν υπήρχε άλλος τρόπος απ’ αυτήν την αδέξια πλαγιαστή πορεία. «Άντε λίγο ακόμα»· το νησί που ορθωνόταν στο βάθος έδινε δύναμη στα κουρασμένα χέρια, ανάσα στους εξαντλημένους κωπηλάτες.
Τώρα ήταν κιόλας ορατά όλα τα σημάδια της καλής ζωής επάνω στο νησί. Πλατιές κεραμιδένιες σκεπές και ναοί, αμφιθεατρικά στο λόφο· δέντρα και χωράφια που θα έδιναν στους μακάριους κατοίκους όσα χρειάζονταν, και ίσως μια μικρή πατρίδα για τους περιπλανώμενους.
Πλησιάζοντας, έβλεπαν τώρα κόσμο πολύ να μαζεύεται στην προκυμαία, και μαζί άλογα, γαϊδούρια –ακούγονταν και σκυλιά που γάβγιζαν επίμονα. Άρχισαν μάλιστα να χτυπούν κι οι καμπάνες. «Μα τέτοια υποδοχή!»· ήταν πράγματι απρόσμενο, κάπως αλλόκοτο, να γίνονται όλα για μια μάλλον κωμική βάρκα που πλησιάζει αβέβαια, κουρασμένα στην ακτή, γι’ αυτούς που είχαν φύγει νύχτα, χωρίς αποχαιρετισμό, χωρίς ούτε να κοιτάξουν πίσω τη γη τους· «μήπως δεν είχαν ξαναδεί ξένους; ή τάχα μας περίμεναν;».
Οι δυο σύντροφοι κοιτάχτηκαν απορημένοι, σα να έκαναν την ίδια σκέψη: στον πλακόστρωτο παραθαλάσσιο δρόμο δεν είχε πουθενά τόπο για να δέσει καράβι.
Χρειάστηκε να σύρουμε τη βάρκα πάνω στην άμμο. Κάναμε αρκετή ώρα, γιατί οι δύο τύποι είχαν την ανοησία να ταξιδεύουν με το ένα κουπί σπασμένο, κι έτσι αργήσαμε να μανουβράρουμε. Κι από πάνω, νομίζανε φαίνεται πως θα τους υποδεχόμασταν στη μέση της πλατείας. Τους δείξαμε με κινήσεις ότι έπρεπε να φύγουν και να πάνε παράμερα, στην αμμουδιά.
Εγώ με τους νησιώτες δεν έχω πολλά-πολλά: κακή φάρα και ανόητη, κι ας έχουν μπροστά στα μάτια τους αυτή την ομορφιά. Κάνω το χαμάλη άμα χρειαστεί, αφού βέβαια φροντίσω να κανονίσω από πριν την πληρωμή μου. Στη συνέχεια, μένω μόνος· γράφω αυτά που βλέπω. Και να τι είδα:
Η σκηνή ήταν ειδυλλιακή. Το νησί που κατοικούμε είναι ιδιαίτερα ευνοημένο απ’ τη φύση. Αυτό είναι φανερό καθημερινά και κάθε εποχή, ποτέ όμως περισσότερο απ’ ό,τι στο ηλιοβασίλεμα. Όσο ο ήλιος πάει να δύσει μέσα στο νερό, τα σπίτια μας παίρνουν συνεχώς καινούργιες αποχρώσεις, χάρμα για το μάτι: χρυσό, πορτοκαλί, κατακόκκινο –όλος ο λόφος βαμμένος στα απόκοσμα χρώματα. Μια τέτοια μαγική ώρα είδα τους δυο ξένους, που από ώρα παρακολουθούσα, να πηγαίνουν από την αμμουδιά στην πλατεία μαζί με κόσμο πολύ… Στο βάθος ακουγόταν μια ακαθόριστη μουσική, σαν μπάντα ή σαν κοντσέρτο, ή και τα δύο, καθόλου όμως ασυνήθιστο αφού, ειδικά αυτή την ώρα, έχουνε συνήθως κάθε είδους εκδηλώσεις για να ομορφαίνουν τη ζωή τους, όταν όλοι κατεβαίνουν στην πλατεία, όμορφοι και παχουλοί, αλλά ειδικά οι μεγαλόσχημοι με τις λαμπρές τους φορεσιές.
Καθόλου διαφορετικά δεν έγινε λοιπόν και κείνο το απόγευμα. Οι δύο ξένοι έμοιαζαν κι αυτοί μέρος της γιορτής, κάπως αμέτοχοι βέβαια και φανερά ταλαιπωρημένοι, κουρελήδες, σηκώνοντας το βαρύ τους σάκο -ένα λευκό πανί δηλαδή, λιγδερό, τυλιγμένο με όλα τα υπάρχοντά τους- με περισσότερη τώρα ζωηράδα, με το βλέμμα άλλοτε στο χώμα κι άλλοτε ερευνητικά τριγύρω, ασυνήθιστοι ίσως σ’ ένα τέτοιο επίπεδο ζωής, που τώρα πίστευαν ότι καλωσόριζε και τους ίδιους, καθώς ο ήλιος έσβηνε σιγά-σιγά στον ορίζοντα κι οι καμπάνες συνέχιζαν πάντα να χτυπάνε διαβολεμένα.
Είπαμε, εγώ γράφω όσα βλέπω -κι αυτά μόνο είδα. Δεν έχω ιδέα λοιπόν γιατί έπρεπε να τελειώσει εδώ αυτή η ιστορία.
Το νησί μας έχει αγαθά για όλους, όχι μόνο για να τα βγάζουν πέρα αλλά και για να ζουν καλά. Μπορεί άνετα να θρέψει και δυο στόματα παραπάνω, να δεχτεί δυο περιπλανώμενους και να τους κάνει δικούς του. Κλεισμένο όπως είναι γύρω-γύρω, μπορεί να μάθει πολλά από δυο ταξιδεμένους ξένους. Η ευγνωμοσύνη φτιάχνει καλούς πολίτες απ’ αυτούς που είναι έτοιμοι να δώσουν τα πάντα για ένα ζεστό κατάλυμα για τη νύχτα, πρόθυμοι για δουλειά με το που θα σηκωθεί πάλι ο ήλιος μέσα απ’ το νερό.
Και πράγματι, με το πρώτο φως της επόμενης μέρας άφησα την καλύβα μου και βγήκα για τη συνηθισμένη μου γύρα, αναζητώντας ίχνη όπως κάνω πάντα· γιατί είμαι, εξάλλου, ο μοναδικός κυνηγός πάνω στο νησί -οι νησιώτες ούτε που καταδέχονται, λέει, τέτοιες βάρβαρες ασχολίες. Η ευχαρίστησή μου να μην έχω ανάγκη κανέναν, αλλά και να μην τους αφήνω σε ησυχία σαν με βλέπουν να κυκλοφορώ μέσα στα πανηγύρια τους οπλισμένος και με τα ματωμένα ζώα στα χέρια, μου έδωσε αυτό το χάρισμα· δε χρειάζομαι ούτε λαγωνικό. Τώρα όμως, τα ίχνη με οδήγησαν αλάνθαστα όχι στο δάσος, αλλά στην αμμουδιά. Ο ήλιος μόλις έβγαινε απ’ τη θάλασσα· η μέρα θα ήταν όμορφη. Τα περιγράμματα γίνονταν ολοένα και πιο καθαρά. Πλησίασα και είδα: η βάρκα ήταν ακόμα εκεί, σπασμένη, όπως και το ένα της κουπί, και το άλλο κατακόκκινο, βαμμένο στο αίμα…
Βιογραφικό συγγραφέως
O Θεοδόσης Κοντάκης είναι 47 ετών και έχει ζήσει και εργαστεί ως εκπαιδευτικός σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Είναι έγγαμος και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Νεοελληνική φιλολογία. Σήμερα ζει στο Μαρούσι της Αθήνας.
E-mail: theopsych1@yahoo.com