Οι Μοίρες ως οντότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας γεννιούνται κατά τον Πλάτωνα από την ανάγκη. Τις ονομάζει δε στο έργο του Πολιτεία «κόρες της ανάγκης» και τις παρουσιάζει καθισμένες σε ένα θρόνο, η καθεμιά τους με χιτώνες λευκούς και στεφάνια στο κεφάλι τους να συνοδεύουν με τη φωνή τους την αρμονία που βασιλεύει στις ουράνιες σφαίρες.
Βέβαια με αφορμή την τελευταία ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για το 2016 και η οποία έχει ως ήρωες τον Νταν και την Κέιτι, δύο διαφορετικούς ανθρώπους, οι μοίρες δεν στάθηκαν τόσο ευοίωνες.
Ο Νταν και η Κέιτι απέναντι σε μία δικαιοσύνη που τους είναι ακατανόητη και την απονέμει μία μικρόψυχη γραφειοκρατία ενός νεοφιλελεύθερου συστήματος, μας παραπέμπουν στον πάντα ένοχο άνθρωπο του Κάφκα που ζει μετέωρος μέσα σε ένα ακατανόητο εφιάλτη τον οποίο δεν μπορεί να αποφύγει και στον οποίο το ανύπαρκτο κοινωνικό σύστημα τον εμποδίζει να ζήσει κανονικά, ως άνθρωπος με αξιοπρέπεια.
Βεβαίως, θα έλεγε κανείς, ότι ο φιλελευθερισμός στηρίζεται στα ατομικά δικαιώματα της ελευθερίας και στην ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά. Ωστόσο όταν ο σκληρός ανταγωνισμός μεταφράζεται σε κεφάλαιο και οι παροχές επιδομάτων σε έλλειψη κεφαλαίου τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Εξάλλου δεν μπορούμε να μιλάμε για αληθινή ελευθερία, αν αυτή δεν ξεκινάει από την θεσμική ένταξη της κοινωνίας στο πολιτικό γίγνεσθαι. Ο Νταν ξέρει τα δικαιώματά του το ίδιο και η Κέιτι, δεν είναι τα προφανή θύματα, εντούτοις τα ατομικά τους δικαιώματα θραύονται απέναντι σε ένα γραφειοκρατικό σύστημα που υπακούει σε στατιστικές και αριθμούς, επιχειρώντας να τους αποτρέψει από την όποια προσπάθεια να ζήσουν με αξιοπρέπεια, οδηγώντας τους στην ανέχεια.
Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός που αναρρώνει από το έμφραγμα που υπέστη ώσπου το κράτος διακόπτει το επίδομα ασθενείας που του χορηγούσε. Η γιατρός του τον κρίνει ακατάλληλο για εργασία, όμως οι κοινωνικές υπηρεσίες του Νιούκαστλ όπου ζει θεωρούν ότι δεν δικαιούται το ανάλογο επίδομα, μα το επίδομα κάποιου που θα έπρεπε να ψάχνει για δουλειά. Ο Νταν γνωρίζει μία ανύπαντρη μητέρα δυο παιδιών, την Κέιτι, που παλεύει στο βιομηχανικό Νιούκασλ να ορθοποδήσει με τη βοήθεια του κοινωνικού επιδόματος. Οι τέσσερις τους θα σχηματίσουν μια ιδιότυπη οικογένεια αγωνιζόμενοι απέναντι στα γρανάζια ενός απρόσωπου σκληρού και άδικου συστήματος που τους ισοπεδώνει. Ωστόσο η ανάγκη για επιβίωση δεν θα αλλοτριώσει τον Νταν, ενώ η Κέιτι θα αναγκαστεί να ασκήσει το επάγγελμα της πορνείας.
Μπροστά στον παραλογισμό του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, η μεταμόρφωση του ανθρώπου σε ζώο, την οποία προτείνει ο Κάφκα ως έσχατη ελπίδα διαφυγής και η οποία συναντάτε συχνά ως τιμωρία από τους θεούς, που στην ταινία δεν είναι άλλη από το υπάρχον γραφειοκρατικό σύστημα, δεν θα καταφέρει να κάμψει την περηφάνια των ηρώων, οι οποίοι όμως τελικά θα νικηθούν.
Εξάλλου οι Μοίρες ετυμολογικά προέρχονται από το αρχαίο ρήμα μείρομαι που σημαίνει μοιράζω, είναι δηλαδή το «μερίδιο», το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά ενός όλου και αυτό το μερίδιο σε ένα νεοφιλελεύθερο Αγγλικό σύστημα, το όποιο ας μην ξεχνάμε αποτελεί την πέμπτη οικονομική δύναμη του πλανήτη και στο οποίο μας παραπέμπει ο πάντα ρεαλιστής σκηνοθέτης της ταινίας, κατανέμεται μέσα από την λογική ενός μονοπωλιακού καπιταλισμού που συντηρεί και αναπαράγει τη φτώχεια και την απόγνωση.
Γι’ αυτό ακριβώς και ο Κεν Λόουτς στον ευχαριστήριο λόγο του στην τελετή των βραβείων του 69ου φεστιβάλ Καννών μεταξύ άλλων είπε:
«Το σινεμά είναι υπέροχο, είναι ενθουσιαστικό, είναι διασκεδαστικό κι όπως βλέπουμε απόψε, είναι και πολύ σημαντικό. Μάς φέρνει κοντά τον κόσμο της φαντασίας, αλλά και τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Κι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, βρίσκεται αυτή τη στιγμή σ’ ένα επικίνδυνο σημείο. Μάς κρατά σφιχτά μια στρατηγική λιτότητας, καθοδηγούμενη από τις ιδέες που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό, που μάς έχουν φέρει στο χείλος της καταστροφής, που έχουν οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους σε σοβαρή ανέχεια, πολλά ακόμα εκατομμύρια να παλεύουν, από την Ελλάδα στην Ανατολή ως την Πορτογαλία και την Ισπανία στη Δύση και συντηρεί μια ελάχιστη μειοψηφία του πλούτου. Το σινεμά έχει πολλές παραδόσεις, μια παράδοσή του είναι ο κινηματογράφος της διαφωνίας, της αντίδρασης, ο κινηματογράφος που εκπροσωπεί το συμφέρον των λαών, ενάντια στους ισχυρούς. Κι ελπίζω ότι αυτή είναι μια παράδοση που μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανή. Υπάρχει πολύς κόσμος σε απόγνωση και όπου υπάρχει απόγνωση, η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται την κατάσταση. Πρέπει να πούμε ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και αναγκαίος.»
Βεβαίως οι μοίρες, ως κόρες της ανάγκης, εκπροσωπούν το χρόνο μέσα στον χώρο σε όλα τα επίπεδα, όπως είναι και τα διάφορα πολιτικοοικονομικά συστήματα, τα οποία υπόκεινται και αυτά στην δική τους προδιαγεγραμμένη πορεία κλείνοντας τον κύκλο τους.
Γι’ αυτό για τους αρχαίους οι τρεις διαστάσεις του χρόνου που είναι η Λάχεσις η οποία εκπροσωπεί το παρελθόν, η Κλωθώ το παρόν, και η Άτροπος το μέλλον όταν ενοποιηθούν και κλείσει ο κύκλος 360 μοιρών, των επαναλήψεων δηλαδή στον χώρο, σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, οδηγούν την πνευματοποιημένη πια ψυχή στην αιωνιότητα. Μέχρι ότου όμως τα σύγχρονα κυρίαρχα κόμματα πάψουν να υποστηρίζουν τα μεγάλα πολυεθνικά, μονοπωλιακά συμφέροντα, με την βοήθεια των μίντια, χειραγωγώντας τους πολίτες, η Λάχεσις και η Κλωθώ θα συνεχίσουν να γνέθουν την ανελευθερία και την αναξιοπρέπεια σε ένα ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο που δυστυχώς ξεπερνάει τον άνθρωπο και τις διαστάσεις του (ερωτικές, βιολογικές, θρησκευτικές, πολιτικές ή όποιες άλλες) διαμορφώνοντας το μέλλον του.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι για τους προγόνους μας η Μοίρα ή Αίσα, ή Ειμαρμένη ή η Ανάγκη, συμβαίνει κάποτε να θεωρούνται και αυτές ανώτερες των θεών. Τρανή απόδειξη η αποτυχημένη προσπάθεια του Ποσειδώνα να βλάψει τον Οδυσσέα, του οποίου όμως το γυρισμό στην πατρίδα καθυστερεί όσο μπορεί. Το μέλλον του ομηρικού ανθρώπου κανονίζει η μοίρα.
Αν λοιπόν σήμερα τα πολυεθνικά συμφέροντα έχουν αντικαταστήσει τους θεούς των Ελλήνων, πάντα η βαθύτερη ανάγκη για ελευθερία από την πεινά, την εκμετάλλευση και την αγωνία της βασικής επιβίωσης θα αποτελεί την αφορμή να ξαναεπιστρέψουμε σε μία Ιθάκη όπου θα μπορούμε να συνυπάρχουμε ως άνθρωποι.