[mks_dropcap style=”letter” size=”78″ bg_color=”#ffffff” txt_color=”#000000″]Ο[/mks_dropcap] χρόνος οδηγεί αναπόδραστα στον εκφυλισμό του ανθρωπίνου σώματος. Μέσα σε αυτό τον εναγκαλισμό του φθαρτού με την βαθύτερη ανάγκη μας να υπάρξουμε, η τάση μας προς το άπειρο μας σπρώχνει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν ώστε να προεκτείνουμε το τόξο της υλικής μας υπόστασης στο άπειρο. Έτσι προσπαθώντας να τεντώσουμε το βιολογικό μας λάστιχο στο μέγιστο, στο τέλος το ξεχειλώνουμε και ίσως κάποιες φορές ξεχειλώνουμε μαζί και την αξιοπρέπειά μας, αν και γνωρίζουμε, εάν είμαστε σώφρονες, ότι κάποια στιγμή αυτό το λάστιχο θα κοπεί οριστικά και θα μας πετάξει στο σκοτάδι της αβύσσου.
Το φαινόμενο της φθοράς είναι τόσο σκληρό που δεν αφήνει αδιάφορο ακόμη και τον ίδιο τον Καζαντζάκη (1883-1957). Στο έργο του «Καπετάν Μιχάλης» θα αναρωτηθεί «Μωρέ δεν είναι κρίμα κι άδικο να μη βαστάει χίλια χρόνια η νιότη του ανθρώπου; Μπας και φοβήθηκε ο Θεός μην του πάρουμε το θρόνο, και σιγά σιγά, μπαμπέσικα, μας ξαρματώνει -μας βγάζει τα δόντια, μας ξεκλειδώνει τα γόνατα, μας τσακίζει τα νεφρά, μας θολώνει τα μάτια, και τρέχουν τα ρουθούνια και τα χείλια μας μύξες και σάλια…»
Βεβαίως ό,τι γεννήθηκε άπαξ έχει την τάση της διαιώνισης. Ακόμη και μία πέτρα που πετάμε στο νερό δημιουργεί επάλληλους κύκλους μέχρι αυτοί να εξασθενίζουν. Μία ιδέα που εμφωλεύει μέσα μας έχει την τάση της διεύρυνσης, της μετάδοσής της. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που, εκτός από τα οικονομικά οφέλη, πολλές φορές σε επίπεδο ατομικό ή ομαδικό, δημιουργούνται διαμάχες, αλλά ακόμη και πόλεμοι για την επικράτηση αυτών ή εκείνων των ιδεών.
Μάλιστα, ο Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins) (γεννήθηκε στης 26 Μαρτίου 1941, Ναϊρόμπι, Κένυα) ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους εξελικτικούς βιολόγους, θα αναπτύξει τις θεωρίες του για να περιγράψει τις απόψεις του για τη φυσική επιλογή, τη συμπεριφορά, τον αλτρουισμό και τον εγωισμό του ατόμου.
Στο έργο του «Το εγωιστικό γονίδιο» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική συμπεριφορά των ζώων, αλλά και των ανθρώπων, είναι γενετικά προγραμματισμένη. Τα γονίδια αγωνίζονται να διαδοθούν μέσω των οργανισμών που τα φιλοξενούν. Έτσι η ανθρώπινη συμπεριφορά προσαρμόζεται στη στρατηγική της γονιδιακής αναπαραγωγής, καθώς και σε ένα βαθμό των μιμιδίων τα οποία αποτελούν μονάδες αντιγραφής της πολιτισμικής μεταβίβασης μεταπηδώντας από εγκέφαλο σε εγκέφαλο, ως μονάδες μίμησης στη φύση. Η τάση της διαιώνισης σε υλικό επίπεδο είναι βιολογικά προγραμματισμένη. Ποιο συγκεκριμένα θα λέγαμε ότι για τον Ντόκινς ο πολιτισμός μας έχει σχεδιαστεί από τον ανταγωνισμό των μιμιδίων, όπως ακριβώς ο βιολογικός κόσμος έχει σχεδιαστεί από τον ανταγωνισμό των γονιδίων.
Σε επίπεδο κοινωνιών οι νέοι προσπαθούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, να διαδώσουν τις επαναστατικές, αντικομφορμιστικές τους ιδέες και αλίμονο αν δεν το κάνουν, ίσως μάλιστα πολλές φορές να ζούνε μέσα σε ένα ωκεανό από αυταπάτες, όμως η δίνη του χρόνου τους προσγειώνει, μας προσγειώνει όλους είτε το θέλουμε, είτε όχι, ομαλά ή ανώμαλα.
Τα γηρατειά, από την άλλη, έχουν την δική τους φιλοσοφία, όσο κανείς έρχεται κοντά στην φθορά και στον θάνατο τόσο περισσότερο αφήνει πίσω του όλα τα περιττά που ο ίδιος κάποτε θεωρούσε σημαντικά. Ίσως τα γηρατειά να είναι η περίοδος της ζωής που είμαστε τόσο κοντά με τον εαυτό μας, όχι γιατί η απώλεια έγινε συνήθεια μας (όπως μας λέει και το τραγούδι του συγκροτήματος Διάφανα Κρίνα, με την έξοχη ερμηνεία του Θάνου Ανεστόπουλου, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1967 και ο οποίος μας άφησε πρόωρα) αλλά γιατί δεν ελπίζουμε τίποτε για το μέλλον μας, παρά μόνο ίσως την ελπίδα μίας μεταθανάτιας ζωής.
Αυτή η ελπίδα της μεταθανάτιας ζωής εξόργισε τόσο τον Νίτσε ώστε έφτασε ν’ ανακηρύξει την ελπίδα ως την μεγαλύτερη μάστιγα του ανθρώπου. Κατηγόρησε με την μεγαλύτερη δριμύτητα τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη και τον Χριστιανισμό επειδή έστρεψαν την προσοχή του ανθρώπου μακριά από την μοναδική ζωή που διαθέτει, προς ένα μελλοντικό μεταθανάτιο κόσμο. Θεωρούσε ότι ακόμη και οι ανώτεροι άνθρωποι, ανίκανοι να ζήσουν χωρίς θεό, επινοούν μία νέα λατρεία, εκείνη του γαιδάρου, που δέχεται τα βάρη αγόγγυστα σε ότι του επιβάλλουν, όπως έλεγε στον Ζαρατούστρα. Κάτι που ταιριάζει γάντι σήμερα στην ελληνική κοινωνία, η οποία έχει πάρει το ρόλο του γαιδάρου που δέχεται αγόγγυστα τα βάρη που της φορτώνουν οι λανθασμένες πολιτικές των κυβερνόντων εδώ και πολλές δεκαετίες.
Ο Ζαρατούστρα διδάσκει στους ανώτερους ανθρώπους το πρότυπο του υπεράνθρωπου και όχι εκείνο του γαιδάρου που φέρουν μέσα τους, παρασέρνοντάς τους σε ένα τραγούδι μεθυστικό που υμνεί την αιωνιότητα της στιγμής.
Εξάλλου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δεν εφησυχάζουν με την όποια μεταφυσική παρηγοριά. Η αλήθεια πάντως είναι ότι όταν ο θάνατος είναι κοντά όλοι σοβαρεύουν με την ζωή τους, είτε πρόκειται για νέους οι οποίοι ξυπνούν απότομα από τα όνειρα της νιότης, είτε για γέρους οι οποίοι αναζητούν την συντροφιά και το χάδι, εκτιμώντας τον χρόνο περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Ιδωμένη λοιπόν από την σκοπιά της νεότητας η ζωή, όπως έλεγε ο Σοπενχάουερ, είναι ένα απείρως μακρύ μέλλον, από την σκοπιά των γηρατειών όμως μοιάζει μ’ ένα πολύ σύντομο παρελθόν. Ταξιδεύοντας μ’ ένα καράβι, τα αντικείμενα στην ακτή γίνονται όλο και μικρότερα κι όλο και πιο δύσκολα τα αναγνωρίζουμε και τα ξεχωρίζουμε. Έτσι γίνεται και με τα χρόνια μας που πέρασαν, με όλα τους τα γεγονότα και τις δραστηριότητες.
Και όπως έχει ειπωθεί, πάντα θα υπάρχει ένα στυλό για να γράψεις το μέλλον, όμως δεν υπάρχει γομολάστιχα για να σβήσεις το παρελθόν όσο και αν ξεθώριασε από τον χρόνο, σαν πίνακας που έχει εκτεθεί στη βροχή.