Μέσα από τον μύθο της αρπαγής της Κόρης Περσεφόνης από τον χθόνιο θεό του κάτω κόσμου, Πλούτωνα, ανακαλύπτουμε την ουσία της φράσης του Γερμανού φιλοσόφου και συνθέτη Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (1844 – 1900) την οποία έγραψε στο έργο του «το Λυκόφως των ειδώλων» όπου λέει: «ότι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό». Μία φράση που βγάζει τον άνθρωπο έξω από τα όρια της ανθρώπινης ανήμπορης πραγματικότητας του και τον οδηγεί σε μία λυτρωτική έλευση δύναμης και ελευθερίας.
Σύμφωνα με τον μύθο, λοιπόν, γνωρίζουμε πως η Δήμητρα αναζητώντας την Κόρη της Περσεφόνη, την οποία έκλεψε ο θεός του κάτω κόσμου, Πλούτωνας, φτάνει στην Ελευσίνα. Μόλις κάθεται κάτω από τη σκιά μίας ελιάς για να ξεκουραστεί, κοντά στο πηγάδι, στο καλλίχορον φρέαρ -που υπάρχει ακόμη στην Ελευσίνα, δίπλα από την οδό (το Παρθένιο)- πάνε οι τέσσερις κόρες του Κελεού να πάρουν νερό, φεύγοντας, δίχως να τις αποκαλύψει (η Δήμητρα) πως είναι θεά, δέχεται να την πάρουν μαζί τους, ώστε ν’ αναθρέψει ένα μικρό παιδί, το Δημοφώντα. Η Δήμητρα αλείφοντας το κορμί του μικρού παιδιού με αμβροσία για να το προστατεύσει, τον ανατρέφει όχι με γάλα, αλλά τον περνάει πάνω από την φωτιά, τον καίει, τον βυθίζει στον Άδη. Στη διαδικασία των μυστηρίων ο πόνος χαρακτηρίζεται ιερός. κάθε τι που εγγυάται τον αναγεννημένο άνθρωπο προϋποθέτει πόνο. Άλλωστε η βούληση για ζωή προϋποθέτει πρωτίστως την δοκιμασία της γέννας. Γι’ αυτό και η χθόνια θεά (Δη+Μήτηρ = Μητέρα Γη) Δήμητρα, κάθε βράδυ καίει το παιδί και αυτό κάθε πρωί γίνεται όλο και πιο νέο, όλο και πιο δυνατό, όλο και πιο θεϊκό, όπως οι ρίζες ενός δέντρου που τρέφονται και ενισχύονται από τις καταιγίδες. Ώσπου η μητέρα του, η Μετάνειρα -αυτή που μετανιώνει δηλαδή- βλέπει την πράξη της Δήμητρας και τρομάζει. Αφαιρεί το δικαίωμα στη Δήμητρα να είναι η νταντά του παιδιού. Τότε η Δήμητρα λέει ότι οι θνητοί δεν μπορούν να διακρίνουν το καλό από το κακό.
Αυτό που θεωρούμε κακό, αυτό που κάνει το κεφάλι μας να βράζει να βράδυ όταν πέφτουμε να κοιμηθούμε και δεν μπορούμε, αυτό που μας στερεί αυτό που ήμαστε, είναι αυτό που μας κάνει αθάνατους. Εδώ βρίσκετε και η ουσία της φράσης «ότι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό». Απέναντι σε μία ζωή δίχως νόημα όπου όλα ρυθμίζονται, υπακούουν και συνθλίβονται κάτω από το βάρος μίας ανώτερης δύναμης, όπως θα έλεγε ο πεσιμιστής Γερμανός φιλόσοφος Σοπενχάουερ (1788 – 1860) γνωστός κυρίως από το βιβλίο του «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση» ή μίας κατεστημένης ηθικής, ο Νίτσε επιζητά και αντιτάσσει την βούληση για μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί».
Με τον όρο «δυνατοί» φυσικά ο Νίτσε δεν εννοεί αυτούς που έχουν αποκτήσει κοινωνική ή οικονομική δύναμη. Ο εξcελιγμένος άνθρωπος οφείλει, κατά τον Νίτσε, να κατακτήσει τον εαυτό του μετά από μια εσωτερική διαδικασία αυτοπραγμάτωσης. Γι’ αυτό και ο Υπεράνθρωπος αγαπά τη μοίρα του, την επιλέγει, αγκαλιάζει τα βάσανά του και τα μετατρέπει σε τέχνη και ομορφιά.
Οι ισχυροί λέει ο Ζαρατούστρα, για τους μεγαλειώδεις, πρέπει να μιμούνται την αρετή μιας μαρμάρινης στήλης, που γίνεται ομορφότερη, λεπτότερη και εσωτερικά σκληρότερη όσο υψώνεται. Όσοι έχουν ανυψωθεί, μια μέρα θα γίνουν όμορφοι και θα ριγούν από θείες επιθυμίες και η λατρεία θα έχει διαλύσει τη ματαιοδοξία τους. «Αυτό με δύο λόγια είναι το μυστικό της ψυχής: μόλις την έχει εγκαταλείψει ο ήρωας, την πλησιάζει μέσα σε όνειρο ο υπέρ-ήρωας».
Ο Ζαρατούστρα για τον Νίτσε είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και γι’ αυτό ο ίδιος υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε είδους αντισημιτικών τάσεων. Εξάλλου όπως μας λέει ο ίδιος: «τι μου δίνει το δικαίωμα να μιλάω για ένα εγώ ως αιτία της σκέψης;». Κάτι το οποίο επηρέασε σημαντικά τον Φρόυντ στο έργο του το 1923 «το Εγώ και το Αυτό».
Το εγώ είναι κάποιος άλλος, θα μας πει αρκετά νωρίτερα, στα 1871, ο νεαρός ακόμη σε ηλικία Γάλλος ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ. Ο οποίος πέθανε στα 37 του χρόνια, γράφοντας σε μία επιστολή του «Είναι λάθος να λέμε: Εγώ κάνω μία σκέψη, θα έπρεπε να λέμε εγώ κάνομαι μία σκέψη –συγχωρέστε μου το λογοπαίγνιο, αλλά τι μπορεί να πει το ξύλο, που μαθαίνει ότι είναι βιολί».
Η Δήμητρα αποκαλύπτεται στην Μετάνειρα και τότε αυτή καταλαβαίνει ότι είναι θεά. Αφού όμως έχει χάσει το προνόμιο να έχει ένα αθάνατο γιο, υποχρεώνεται να θεσπίσει τα μυστήρια, όπου θα μυούνται οι άνθρωποι και θα κατανοούν όλοι, αυτή την διαδικασία που αρχικά η ίδια δεν κατάλαβε. Που για αυτήν αρχικά ήταν αόρατη.
Πότε όμως κάτι αόρατο γίνεται ορατό; Όταν στερούμαστε το σημαντικότερο στοιχείο μας συνειδητά. Τα μυστήρια είχανε νηστεία, κάθαρση διάβασμα κειμένων, δρώμενα, ασκητική, αυτογνωσία και πολλά άλλα. Ο άνθρωπος της πόλης που αποφάσιζε να πάρει μέρος σε αυτά τα μυστήρια, υποχρεώνονταν να στερηθεί το βόλεμά του.
Τα μυστήρια της κόρης Περσεφόνης μας διδάσκουν να δίνουμε ότι καλύτερο από το βόλεμά μας. Τα μυστήρια της Περσεφόνης μας διδάσκουν αυτή την άγνωστη χοϊκή δύναμη μέσα μας και μας ωθούν σε μία νέα αλήθεια, σ’ έναν αναγεννημένο άνθρωπο, όπου κανείς όμως δεν μας εγγυείται κανένα αντίκρισμα, παρά μόνο ο ίδιος μας ο ανώτερος εαυτός. Κανένα χρηματιστήριο δεν θα επένδυε σε μία τέτοια μυητική διαδικασία. Κανένα Κράτος δεν θα την είχε χρηματοδοτήσει.
Όπως έλεγε ο Νίτσε «Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο». Ας δώσουμε λοιπόν όλοι μας ό,τι πολυτιμότερο έχουμε για να περάσουμε το πηγάδι της Περσεφόνης, να υπερβούμε την σιδερόφρακτη πραγματικότητα της ψυχρής πολιτικοοικονομικής και πολιτισμικής αθλιότητας στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι και να δεσπόζουμε πάνω σε ότι μας δεσπόζει.