[mks_dropcap style=”letter” size=”78″ bg_color=”#ffffff” txt_color=”#000000″]Ο[/mks_dropcap]Σωκράτης (470 – 399 π.Χ.) o κατ’ εξοχήν αγνωστικός φιλόσοφος της κλασικής περιόδου, μας λέει ότι κανείς δεν πρέπει να πεθάνει αφού δεν έχει ελέγξει ακόμα τον εαυτό του. Γι’ αυτό και ασχολείται με την μαιευτική μέθοδο.
Αργότερα ο Πλάτων θα μας πει ότι τα τρία βασικά στοιχεία στα οποία πρέπει να στοχεύει κανείς, όπως και ο δάσκαλός του, ήταν το κάλος, το μέτρο και η αλήθεια, για να ξαναφθάσει να δει το αρχικό, αρχετυπικό Κάλος. Αυτές τις τρεις ιδιότητες λοιπόν, μας λέει ο Σωκράτης ότι τις έχουμε είδη μέσα μας, άρα η μαιευτική σκοπεύει να εκμαιεύσει αυτούς που είναι έτοιμοι να γεννήσουν και όχι τους αδιάφορους. Ας δούμε όμως τι μας λέει ο ίδιος ο Σωκράτης στον διάλογο του με τον Θεαίτητο.
[Λοιπόν, η δική μου μαιευτική έχει όλα τ’ άλλα που έχουν οι μαίες, όμως έχει και διαφορές: πρώτα πρώτα ασκώ τη μαιευτική σε άντρες κι όχι σε γυναίκες· κι ύστερα, την ώρα της γέννας εξετάζω τις ψυχές κι όχι τα σώματά τους.
Κι αυτό που στην τέχνη μας είναι το σπουδαιότερο, είναι το ότι έχει τη δυνατότητα να ελέγχει με κάθε τρόπο ποιο απ’ τα δύο φέρνει στον κόσμο η διάνοια του νέου, πλαστή πραγματικότητα και ψέμα ή κάτι και δημιουργικό και αληθινό. Γιατί αυτό που συμβαίνει με τις μαίες συμβαίνει και με μένα· δε γεννώ σοφία και (για τούτο μάλιστα πολλοί κιόλας με λοιδόρησαν), ενώ θέτω ερωτήματα σ’ άλλους, ο ίδιος δε δίνω καμιά απάντηση, για τίποτε, επειδή δεν κατέχω καμιά σοφία –και οι λοιδορίες τους ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Και να πια είναι η αιτία γι’ αυτό: ο θεός μ’ αναγκάζει να ξεγεννώ αλλά μ’ εμποδίζει να γεννώ……
Λοιπόν, αυτοί που με συναναστρέφονται παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα με τις γυναίκες που είναι να γεννήσουν· νιώθουν δηλαδή τους πόνους της γέννας οδυνηρότερα απ’ ότι εκείνες, καθώς στοιβάζονται μες το μυαλό τους απορίες νύχτα μέρα· κι αυτές τις ωδίνες η τέχνη μου έχει τον τρόπο να τις προκαλεί και να τις καταπαύει. Μ’ αυτούς λοιπόν αυτά συμβαίνουν.
Μερικοί όμως, Θεαίτητε, που κατά κάποιο τρόπο μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι στείροι, το παίρνω απόφαση ότι δεν έχουν καθόλου την ανάγκη μου· αυτούς με πολλή συμπάθεια τους προξενεύω σ’ άλλους· και, το λέω κι ο θεός βοηθός, με πολλή επιτυχία ψυχανεμίζομαι σε ποιους μαθητεύοντας θα μπορούσαν να δουν καλό.]
Εκεί έρχεται λοιπόν η διδασκαλία του Πλάτωνα που είναι ο περίφημος κόσμος των ιδεών. Κάθε τι που συμβαίνει στον αισθητό κόσμο έχει ένα αρχέτυπο, ένα μαθηματικό τύπο ας πούμε σε μία λεπτότερη διάσταση. Εμείς είμαστε τι; Σκιές αυτού του κόσμου.
Στην Πολιτεία, στο μύθο του σπηλαίου, ο Πλάτων αναφέρει πως αν κάποιοι καταφέρουν να λυθούν από τις αλυσίδες και βγουν από το σπήλαιο θα τυφλωθούν από τη λάμψη του Ήλιου και θα επιστρέψουν πίσω. Αν, ωστόσο, συνηθίσουν το φως, θα δουν καθαρά τον Ήλιο, που συμβολίζει το Αγαθό και θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μέσα στο σπήλαιο ήταν απλά προβολές, σκιές της αλήθειας. Οι φιλόσοφοι όμως έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω και να διδάξουν και τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Η γέφυρα μεταξύ των δύο κόσμων είναι θα λέγαμε η φιλοσοφία, η οποία σήμερα για τον πολύ κόσμο, λόγω άγνοιας, θεωρείται πολυτέλεια.
Άνευ φιλοσοφίας όμως, δηλαδή στοχαστικής διάθεσης ή αφαιρετικής σκέψης, κανείς δεν μπορεί να φτάσει στα αρχέτυπα των πραγμάτων, να δει καθαρά, όπως είπαμε, τον ήλιο που συμβολίζει την ιδέα του αγαθού. Αυτή η γέφυρα, αυτό το ΜΕΤΑΞΥ ανάμεσα στου δύο κόσμους, είναι για τον Σωκράτη, στην απολογία του, ο Δαίμονας του, το δαιμόνιο μέσα του. το οποίο ενώ τον αποτρέπει να πράξει κάτι ποτέ δεν τον προτρέπει για οτιδήποτε.
Ο Πλάτωνας, στον Κρατύλο, ταυτίζει τον δαίμονα με τον «δαήμονα» τον γνώστη, τον οποίον και δίνουν οι μοίρες στις ψυχές. Στο Συμπόσιο, μέσα από τον λόγο της Διοτίμας, απονέμει στους δαίμονες την ενδιάμεση όλων των θεϊκών και των θνητών βαθμίδα «Τάξεις δαιμόνων ανωτέρα της ανθρώπινης κατωτέρα τοις θεοις».
Ο έρωτας για τον Σωκράτη, στο ίδιο έργο, είναι ο δαίμων, ο οποίος είναι γιος του Πόρου, του θεού του πλούτου και της ζητιάνας Πενίας.
Στο διάλογο του Πλάτωνα (στο Φαίδρο) ο Σωκράτης συζητώντας στις όχθες του Ιλισού, με τον νεαρό μαθητή του Φαίδρο, αναφέρει το μύθο του Ηνίοχου, ο οποίος βρίσκεται πάνω σε ένα άρμα με δύο άλογα, το ένα άσπρο, με σώμα στητό και καλοδεμένο και το άλλο μαύρο, κακοσχηματισμένο και κουφό. Το μεν άσπρο άλογο τον πάει προς το πνεύμα προς τα ψιλά, ενώ το μαύρο τον πάει προς τα κάτω, στο επιθυμητικό κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης και στα ένστικτα. Ο Ηνίοχος για τον Σωκράτη είναι ο Νους μας, ο οποίος θα τιθασεύσει το μαύρο άλογο ώστε να το έλξη το φως.
Ο Σωκράτης στο μύθο του Ηνίοχου με τους δύο πτερωτούς ίππους οι οποίοι σέρνουν το άρμα κάνει μία ιεράρχηση, βάζει πάνω το Νου (τον Ηνίοχο) στην μέση την Ψυχή (τα δύο φτερωτά άλογα) και κάτω το Σώμα (το άρμα). Ο Νους μας λέει ότι συνδέεται με το σώμα μέσο της ψυχής, η οποία μπορεί να είναι ανώτερης ενεργειακής στάθμης και να κοιτάει προς τα πάνω και κατώτερης οπότε να κλείνει προς τα κάτω.
Άρα αυτή η μεταμόρφωση της πιο γήινης πλευράς του εαυτού μας (όχι της πιο κακής, όπως θα λέγαμε σήμερα, που έχουμε χωρίσει τον κόσμο μέσα από την κοινή αντίληψη περί του καλού και του κακού) προς την πιο φωτεινή, θα λέγαμε ότι είναι όλο το ταξίδι της ψυχής. Ένα ταξίδι που, δίχως άλλο για τον Σωκράτη, επιτυγχάνεται ταχύτερα δια της μαιευτικής μεθόδου, οδηγώντας έτσι τον άνθρωπο στην θέαση του αγαθού.