“… Δύσκολη η Λευτεριά, επικίνδυνη, ευαίσθητη, σαν το φτερό της πεταλούδας, αράγιστη σαν το διαμάντι, τρομερή, αιώνες πεθαμένη ξαφνικά ανασταίνεται πάνω και πέρα από το φόβο και τον χρόνο. …”
Η 17η Νοέμβρη είναι ημέρα αργίας των ανώτερων και ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για να τιμηθούν οι νέοι της Ελλάδας που αντιστάθηκαν, ο καθένας με τον τρόπο του, ενάντια στη δικτατορία.
Κάθε επέτειος, ειδικά των πολύ σημαντικών γεγονότων, είναι μια υποθήκη για το μέλλον. Δίκαιη τιμή, δίκαιος έπαινος για εκείνους που αγωνίστηκαν για την ελευθερία και ιδιαίτερα για εκείνους που πρόσφεραν τη ζωή τους – θυσία– για τα ωραία ιδανικά της ελευθερίας.
Το Πολυτεχνείο δεν ήταν ένα ξαφνικό και αναπάντεχο ξέσπασμα αλλά το αποτέλεσμα μιας πολύχρονης διεργασίας που άρχισε αμέσως κιόλας με την επιβολή της δικτατορίας. Όλοι σχεδόν οι Έλληνες ένιωσαν μια αυθόρμητη απέχθεια προς το καθεστώς εκείνο που ήρθε να καταλύσει τα ωραιότερα δικαιώματα του ανθρώπου. Ώσπου το ποτήρι ξεχείλισε… Η διαμαρτυρία, η αντίσταση βάθυνε και απλώθηκε για να κορυφωθεί με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Ο καλύτερος τρόπος τιμής ενός γεγονότος είναι να σκεφτόμαστε πάντα ότι η κληρονομιά αυτή ήταν, για όλες τις γενιές, το χρέος να γίνουμε καλύτεροι από εκείνους που αγωνίστηκαν, να γίνουμε αντάξιοι των προσδοκιών της πατρίδας μας που δεινοπαθεί.
Τα χρόνια της δικτατορίας όσοι δε συμμορφώνονταν με το καθεστώς είτε συλλαμβάνονταν ή παραπεμπόταν σε δίκη. Παντού ήταν παρόντες “πράκτορες” της αστυνομίας που παρακολουθούσαν τις κινήσεις των φοιτητών και ανέφεραν στους προϊσταμένους τους όσους “παρεκτρέπονταν”. Οι ίδιοι θα ισχυριστούν πως ήταν η “νόμιμη κυβέρνηση”. Ο λαός όμως δεν ξεγελάστηκε καθόλου για το ρόλο που έπαιζαν. Από την πρώτη κιόλας στιγμή της επιβολής της δικτατορίας θεώρησε αναφαίρετο δικαίωμα του να αντισταθεί στην τυραννία.
Διώχθηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, βασανίστηκε. Εικοσιτρείς άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι, απλοί άνθρωποι. Δίπλα στους νεκρούς οι τραυματίες και οι άλλοι που από σύμπτωση γλύτωσαν.
Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου. Στην απόφαση των χιλιάδων ανθρώπων να αγωνιστούν ως την τελική νίκη. “Απόψε πεθαίνει ο φασισμός” ήταν το μήνυμα. Επάνω στην πύλη, αυτήν που μέλλονταν αργότερα να την γκρεμίσει το τανκ, τα πιο θαρραλέα παιδιά ανεβασμένα έπαιρναν τα συνθήματα από τα μεγάφωνα και κουνώντας τα χέρια μετέδιδαν τον παλμό τους στα πλήθη. Από τη μια οι συνταγματάρχες, που ο μόνος λόγος που παρέμεναν στην εξουσία ήταν η βία, και από την άλλη σύσσωμος ο Ελληνικός λαός.
Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν όταν έπεσε η νύχτα και μαζί με αυτούς και άφθονα δακρυγόνα. Μα η φωνή σου εξακολουθούσε να ακούγεται και ο σταθμός σου να εκπέμπει. Και κάποτε ακούστηκε ο ορυμαγδός των τανκς. Εκεί που διαδήλωνες τρείς μέρες και τρείς νύχτες τώρα αλωνίζουν τα τανκς με τους προβολείς αναμμένους. Καμπάνες ακούγονταν από μακριά, πιο γοργές από αναστάσιμες. Κολλήσαμε το αυτί μας στο ραδιόφωνο. Με κόπο έψελνες τον Εθνικό Ύμνο. Και μετά σιωπή. Κάτι συνέβη…
Εσύ φοιτητή του τότε, μαθητή, εργάτη, απλέ λαέ που αντιστάθηκες πρέπει να είσαι ήσυχος με τη συνείδηση σου και βαθιά περήφανος. Ως το τέλος της ζωής σου θα μιλάς για αυτά τα γεγονότα.
Δεν έχω στο μυαλό μου κάποιο επιτύμβιο επίγραμμα από αυτά τα ιερά που είναι χαραγμένα στα αγάλματα όμως κάτι πρέπει να σκεφτούμε σαν αιώνια υπόσχεση σε αυτούς… και όλοι μαζί…
“Ευλογημένη η ώρα της αλλαγής
Ευλογημένοι οι αιώνιοι έλληνες
Ευλογημένα και τα περιστέρια που πετάνε ελεύθερα”
Το πολυτεχνείο Ζει! Ζει ακόμα και σε αυτή τη μειοψηφία των αληθινών ανθρώπων, στους αγωνιστές της ζωής και της ελευθερίας. Ακόμα και σήμερα… Υπάρχει αυτή η αισιόδοξη μειοψηφία που βάζει την αξιοπρέπεια της πάνω από όλα. Αυτοί που δε χαλάνε σάλιο για να κράξουν τους πολιτικούς αλλά μάχονται να τους ανατρέψουν.
Εμπνεόμενοι οι νέοι μας από το θρυλικό έπος του Πολυτεχνείου καλούνται να βρουν τη δύναμη για να αναδυθούν μέσα από το λήθαργο της καθημερινότητας και να ξαναμπούν, πρωτοπόροι, στις πορείες για ένα καλύτερο αύριο. Και εμείς οι παλαιότεροι έχουμε υπέρτατο χρέος να κάνουμε το παν ώστε να ξανανθίσει το χαμόγελο και η ελπίδα στα χείλη της νεολαίας μας.
“ Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα κείτεται
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.”