Η εικόνα στο νερό
ΓΑΛΗΝΗ ΣΑΟΥΛΙΔΟΥ
Βάδισε αργά προς το ποτάμι. Μια ελαφριά ομίχλη έκανε αόριστα τα περιγράμματα των δέντρων. Το φως λιγόστευε κάθε λεπτό αλλάζοντας τους τόνους στα χρώματα του νερού που ακολουθούσε την αέναη πορεία του. Οι αποχρώσεις του γκρίζου, της ώχρας και του γαλάζιου, ανακατεύονταν διαρκώς πάνω στην τεράστια παλέτα του παρόχθιου τοπίου. Περπατούσε βαριά, με βήμα άτονο. Της ήταν όλο και πιο δύσκολο να υπηρετεί τις ανάγκες της κάθε μέρας. Μια μόνιμη κούραση και μια διαρκής θλίψη, την ανάγκαζαν να καταβάλλει προσπάθεια ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα.
-Πού πας; την είχε ρωτήσει ο άντρας.
-Να πάρω γάλα, είχε πει ψέματα. Δεν σκόπευε να πει πως πήγαινε να βρει τη μάνα της. Όχι εκείνη που τη γέννησε. Την άλλη που δεν την ήξερε κανείς.
Καιρό πολύ είχε φυλάξει ανέγγιχτο το πολύτιμο μυστικό της. Το είχε κρατήσει καλά κρυμμένο στην καρδιά της. Τις λίγες φορές που μπήκε στον πειρασμό να το μοιραστεί με κάποιον άλλο, αμέσως το μετάνιωνε και σώπαινε. Είχε την αίσθηση πως θα το σπίλωνε, πως θα το βρώμιζε ανεπανόρθωτα αν έστω και μια φορά το έκανε λέξεις και το ταξίδευε στα ξένα αυτιά κι ακόμα χειρότερα αν το παρέδιδε βορρά στα ξένα στόματα. Ήταν δικό της, μόνο δικό της. Έμοιαζε αβέβαιο και ανυπόστατο στην αρχή, τότε που το φύτεψε στο μυαλό της άθελά του αστειευόμενος ο θείος Νικόλας για να την πειράξει: «Εσένα σε βρήκαμε στον Έβρο, σ’ ένα καλάθι ανάμεσα στις καλαμιές» Το σαστισμένο ύφος του παιδιού, που πολύ τον διασκέδαζε, τον έκανε να συνεχίσει : «Εσύ δεν είσαι από το σόι μας. Δε βλέπεις που όλοι είμαστε μελαχρινοί κι εσύ ξανθιά; Μόνο οι νεράιδες έχουν χρώματα σαν τα δικά σου». Κι αλήθεια, ήταν ν’ απορεί κανείς με τα κατάξανθα μαλλιά της, το σχεδόν διάφανο δέρμα και τα μάτια στο χρώμα που έχουν τα βαθιά νερά.
Όσο ξεμάκραινε απ’ το σπίτι, οι φωνές των παιδιών, ο θόρυβος της τηλεόρασης, τα κλάματα των μωρών, έσβηναν και τη θέση τους έπαιρναν ήχοι της φύσης. Ένα πουλί πέρασε κράζοντας από πάνω της με απλωμένες τις μεγάλες φτερούγες, το αεράκι έκανε τα φύλλα να θροΐζουν. Ήταν μαγευτική η ομορφιά του τοπίου, μόνο που αυτή δεν μπορούσε πια να την απολαύσει. Παραξενευόταν κι η ίδια χωρίς να καταλαβαίνει πώς τούτες οι εικόνες που πάντα τη συγκινούσαν, τώρα την άφηναν αδιάφορη. Η δυστυχία που την κυβερνούσε δεν έδινε περιθώρια για άλλα συναισθήματα.
Έφτασε στην όχθη. Κάθισε πάνω στις υγρές πέτρες χωρίς να τη νοιάζει. Έφτιαξε τη φούστα της από συνήθεια. Όχι πως την έβλεπε κανένας. Γύρω ερημιά. Γι’ αυτό της άρεσε αυτό το μέρος. Από μικρή, κάθε φορά που οι πίκρες της ζωής ξεχείλιζαν, ερχόταν εδώ. Ακουμπούσε το πρόσωπό της στο νερό κι ήταν το άγγιγμά του καθώς κυλούσε, το χάδι της μάνας που της έλειπε. Όχι εκείνης που τη γέννησε, όχι. Εκείνη, μετανάστις στη Γερμανία, την είχε αφήσει μωρό ακόμα στις φροντίδες της γιαγιάς. Κι ήταν μαζί με τον πατέρα, φιγούρες μακρινές, δυο ξένοι που έμπαιναν λίγες μέρες το χρόνο στη ζωή της κι ύστερα χάνονταν πριν προλάβει να τους αγαπήσει. Η γιαγιά πάλι, ήταν γυναίκα νευρική και δύστροπη και κουρασμένη από τα χρόνια και τις αρρώστιες και τις βαριές ευθύνες. Ανέτρεφε την εγγονή της βαρυγκωμώντας, χωρίς χαρά, γέλια και παιχνίδια. Δίχως τα παραμύθια που ήταν ανέκαθεν αρμοδιότητα των γιαγιάδων. Φρόντιζε μόνο να τρώει το παιδί στην ώρα του κι όλο το φαγητό του, να έχει ρούχα καθαρά και να πηγαινοέρχεται στο σχολείο. Αυτά μπορούσε να προσφέρει και τίποτε άλλο. Ακόμα κι αν τη στράγγιζες δεν θα ‘βγαινε ούτε σταγόνα επιπλέον προσφοράς. Αλλά η νεράιδα, η αληθινή της μάνα, αυτή που πήγαινε να συναντήσει στο ποτάμι, πόσο γλυκά την προσφωνούσε «κοριτσάκι μου», πόσο απαλό ήταν το χάδι της, πόση παρηγοριά της έδινε όποτε ήταν λυπημένη… Κι όσο μεγάλωνε, αντί να υποχωρεί, τόσο πιο στέρεη γινόταν η παρουσία της. Μάταια η λογική της φώναζε πως δεν υπάρχουν νεράιδες και νεραϊδόπαιδα στον εικοστό αιώνα.
Εκείνο το κομμάτι της καρδιάς της που διψούσε γι’ αγάπη, πάντα υπερίσχυε και δεν επέτρεπε σε καμιά αμφιβολία να ανοίξει ρωγμές σ’ αυτό το μύθο που τόσο είχε ανάγκη. Σ’ αυτό το μύθο που ρίζωσε αμέσως σε πρόσφορο έδαφος, κι έγινε με τα χρόνια καθώς τον έτρεφε και τον κανάκευε στα όνειρα της ένα είδος βεβαιότητας. Και η βοήθεια των αισθήσεων ερχόταν ολοπρόθυμη. Την είχε δει τη μάνα της τη νεράιδα. Με τα μάτια στο χρώμα που έχουν τα βαθιά νερά και τα πλοκάμια των μαλλιών της να κυματίζουν κάτω απ’ την υδάτινη επιφάνεια. Κανένας αντικατοπτρισμός δε μπορούσε να φτιάξει μια τόσο ζωντανή εικόνα.
Αν εξαιρέσουμε το μυστικό δεσμό με τη νεράιδα, μεγάλωνε η Αγγελική σαν όλα τα κορίτσια της ηλικίας της. Κατάφερνε να περνάει τις τάξεις στο σχολείο, άκουγε μουσική, και ήθελε να γίνει τραγουδίστρια. Όταν τραγουδούσε, η μελωδική, δυνατή φωνή της, έκανε τις γειτόνισσες ν’ ανοίγουν τα παράθυρα για να την ακούσουν. «Δος μου έναν δρόμο, δρόμο ανοιχτό, ν’ απλώσω τη ζωή μου..» Την παραπλανούσε το αγαπημένο της τραγούδι. Δεν είχε κανέναν να της πει πως στη ζωή ανοιχτοί δρόμοι δεν υπάρχουν. Πώς έπρεπε μονάχη ν’ ανοίξει το δικό της μονοπάτι. Όπως συμβαίνει συχνά στη σκέψη των ανθρώπων, νόμιζε πως η ευτυχία θα ερχόταν από μόνη της σ’ ένα μέλλον αόριστο κι αυτή δεν είχε παρά να την αδράξει. Έκανε όνειρα. Έλαμπε αιθέρια μέσα στα κομψά φορέματα με το μικρόφωνο στο χέρι και τους θαυμαστές να την αποθεώνουν. Οι δίσκοι που έβγαζε, αμέσως γίνονταν χρυσοί. Άλλοτε πάλι, τυλιγμένη στα λευκά της νυφικά, χαμογελούσε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του άντρα που αγαπούσε. Γιατί ήθελε να παντρευτεί, όπως ήθελαν όλα τα κορίτσια στην εποχή της.
Και παντρεύτηκε. Ο γαμπρός ήρθε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή: η γιαγιά έπνεε τα λοίσθια. Η Αγγελική μόλις είχε κλείσει τα δεκάξι. «Αν αρχίσει τους έρωτες ποιος θα τη μαζέψει;» αναρωτήθηκε η μάνα της. Όχι η αληθινή της μάνα. Εκείνη δε θ’ άφηνε ποτέ το παιδί της να παντρευτεί σ’ αυτή την ηλικία κι ακόμα χειρότερα μ’ έναν άντρα που είχε πάνω απ΄ τα διπλά της χρόνια. Αλλά στον κόσμο των ανθρώπων ο γαμπρός είχε δύο προσόντα ακαταμάχητα: ήταν δημόσιος υπάλληλος και το κυριότερο, δε ζητούσε προίκα. Φέρθηκε έξυπνα αυτός καθώς φρόντισε να κερδίσει τη συμπάθειά της πριν στείλει τα προξενιά. Ήξερε να καλοπιάσει ένα κορίτσι. Με κομπλιμέντα, με δωράκια, με γλυκόλογα… Η Αγγελική,ενώ στα φανερά κρυφογελούσε με περιπαικτική διάθεση, στο βάθος ένιωθε κολακευμένη που ένας άντρας ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, που κάποιος σ’ αυτό τον κόσμο της έδινε επιτέλους σημασία. Τη δελέασε κι η ιδέα ότι θα γλίτωνε απ’ τις υποχρεώσεις του σχολείου και θα γινόταν κυρία κι έτσι δεν έφερε αντιρρήσεις για το γάμο. Ωστόσο οι ευγένειες του ταχυδρομικού άρχισαν να μειώνονται κι οι αβρότητες κράτησαν μέχρι που βεβαιώθηκε πως την κέρδισε. Ύστερα πήραν τέλος οι ρομαντικοί περίπατοι κι όλα όσα φαντάστηκε αυτή ότι θα ήταν η κοινή τους ζωή, άρχισαν να ξεθωριάζουν μέρα με τη μέρα μέχρι που έσβησαν εντελώς.
Είχε απαιτήσεις και ήταν ζηλιάρης δίχως να του δίνει αφορμές. Και ήθελε και πολλά παιδιά για να τη δέσει, να μη μπορεί να φύγει. Πριν προλάβει να μεγαλώσει, ανέλαβε να μεγαλώνει παιδιά η Αγγελική. Πρώτα ένα αγόρι, ένα κορίτσι ένα χρόνο μετά και τέλος τα δίδυμα. Καμιά βοήθεια από πουθενά. Ο άντρας της ήταν μες στο μυαλό του ο αφέντης του σπιτιού, τα ήθελε όλα στην εντέλεια, και αντιρρήσεις δε δεχόταν. Κι όταν τόλμησε να του εναντιωθεί είδε μια άγνωστη ως τότε, βίαια όψη του χαρακτήρα του. Απελπισμένη παραπονέθηκε απ’ το τηλέφωνο στη μητέρα της. «Κοίτα μη μας ντροπιάσεις» ήταν η απάντησή της. «Διαζύγια στην οικογένειά μας δεν έχουμε. Να κάνεις υπομονή».
Η ματιά της ταξίδεψε ένα γύρο στο τοπίο. Αναστέναξε πνιγμένη στην απελπισία και την εξάντληση. Έσκυψε. Ένα πρόσωπο την κοίταζε μέσα απ’ το νερό. Έμοιαζε πολύ με το δικό της, εκτός απ’ τη βαθιά ρυτίδα που είχε χαραγμένη ανάμεσα στα φρύδια και τους μαύρους κύκλους στα μάτια, τα γεμάτα συμπόνια. Γερνούνε κι οι νεράιδες; Τα δάκρυα καθώς έπεφταν, θόλωναν την εικόνα. Σκοτείνιαζε. «Μη φεύγεις μάνα», είπε σιγά η κοπέλα. «Έλα μαζί μου. Έλα στον κόσμο μου, έλα εδώ που δεν υπάρχει πόνος, ούτε δάκρυ, ούτε στεναγμός» ψιθύρισε η εικόνα στο νερό που είχε αρχίσει να ξεμακραίνει. «Μη φεύγεις, έρχομαι!» φώναξε το κορίτσι και σηκώθηκε. Περπάτησε πάνω στο βυθό. Ούτε κατάλαβε το κρύο νερό που όλο και ανέβαινε. Γλίστρησε κι έπεσε μέσα στο ποτάμι. Προσπάθησε με κόπο να σηκωθεί. Ήταν αδύνατο να γυρίσει πίσω. Έτσι κι αλλιώς δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Η τελευταία σκέψη της ήταν για τα παιδιά της.
Αυτά, ευτυχώς, ήταν όλα πολύ μικρά για να θυμούνται. Δεν κατάλαβαν την απώλεια. Η γιαγιά τους που γύρισε εσπευσμένα απ’ τη Γερμανία ανέλαβε την ανατροφή τους.
Βιογραφικό συγγραφέως
Η Γαλήνη Σαουλίδου σπούδασε Παιδαγωγικά (Ράλλειος Παιδαγωγική Ακαδημία) και Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε στην Ειδική Αγωγή ( Μαράσλειος).
Εργάστηκε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Μετά τη συνταξιοδότησή της άρχισε να ασχολείται με το γράψιμο και παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Έχει έναν γιο, φοιτητή.
e-mail: saoulina@gmail.com