της Γιώτας Αγαπητού
Η ώρα οχτώ το πρωί, το πλοίο «Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο» σε λίγο θα ξεκινήσει για ένα ακόμα δρομολόγιο από το λιμάνι της Ρόδου με προορισμό προς το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Αν όλα πάνε καλά το καράβι θα δέσει κάβο σε εικοσιτέσσερις ώρες. Οι επιβάτες και οι νταλίκες που είναι γεμάτες με κάθε λογής εμπορεύματα σιγά σιγά επιβιβάζονται στο πλοίο. Ο καιρός είναι καλός, ηλιόλουστος, με τη θάλασσα να λαμπιρίζει κάτω από τον καταγάλανο ουρανό.
Είναι αρχές άνοιξης, το ταξίδι ξεκινάει και το πλοίο κάνει την πρώτη του στάση στο νησί της Κω, με τα ψηλά κάστρα των ιπποτών κατά μήκος της πόλης. Οι επιβάτες μέσα στο πλοίο συνωστίζονται στο κυλικείο για τον πρώτο καφέ και το πρώτο πρόχειρο γεύμα της ημέρας. Η διαδρομή είναι μεγάλη και κουραστική γιατί το κράτος ακόμα δεν μπόρεσε να μικρύνει τις αποστάσεις από τα νησιά προς την ηπειρωτική Ελλάδα.
Άνθρωποι κι εμπορεύματα θα ανεβοκατέβουν στα διάφορα λιμάνια. Άνθρωποι που κουβαλάνε ο καθένας και τη δική του μικρή ή μεγάλη ιστορία. Μία ευχάριστη νότα στο ταξίδι δίνουν οι οικογένειες των τσιγγάνων που πάνω στις ανοιχτές καρότσες των φορτηγών τους, οι οποίες είναι σκεπασμένες με πολύχρωμα κιλίμια, έχουν στοιβάξει τα εμπορεύματά μαζί με τα παιδιά τους, με τις μύξες να τρέχουν από τη μύτη τους σαν βροχή. Ηλικιωμένες τσιγγάνες ξεκινούν να λένε τη μοίρα για έρωτες και πάθη, με το αζημίωτο, σε βαριεστημένους επιβάτες που θέλουν να περάσουν την ώρα τους.
Επόμενες στάσεις τα λιμάνια της Καλύμνου, Λέρου και Πάτμου. Κοντεύει απόγευμα και νεαρά κορίτσια ντυμένα με τα καλά τους βολτάρουν στο λιμάνι περιμένοντας το πλοίο να δέσει. Όχι γιατί έχουν κάποιο ιδιαίτερο λόγο, αλλά σαν μία ευκαιρία για να ξεφύγουν για λίγο από το σπίτι τους και ποιος ξέρει, ίσως στο λιμάνι να γνωρίσουν κάποιον περαστικό ταξιδευτή ο οποίος θα τις κάνει να ονειρευτούν έναν έρωτα που θα τις πάρει από την κλειστή και καταπιεστική κοινωνία του νησιού τους.
Λίγο πριν σουρουπώσει το πλοίο θα κάνει στάση στο Καρλόβασι της Σάμου, μα μετά θα περάσουν ώρες και πολλά μίλια θάλασσας μέχρι να πιάσει ξανά λιμάνι. Οι επιβάτες προσπαθούν να γεμίσουν την ώρα τους με όποιον τρόπο μπορούν ο καθένας. Άλλοι πιάνουν κουβέντα με τον μέχρι πριν από λίγη ώρα άγνωστο συνταξιδιώτη τους, μερικοί βλέπουν τηλεόραση σχολιάζοντας τα νέα των οχτώ, ενώ άλλοι κοιμούνται σε καναπέδες και καρέκλες.
Όμως υπάρχουν και οι ονειροπόλοι ταξιδευτές. Μια τέτοια όμορφη μέρα που ο ήλιος φλερτάρει ευγενικά με τη θάλασσα, εκείνοι, βαστώντας ένα ποτήρι με καφέ στο χέρι, έχουν για συντροφιά την καύτρα από το τσιγάρο τους, η οποία σκορπίζεται στην ατμόσφαιρα σαν το μαντίλι που χαιρετάει τα δελφίνια που ακολουθούν το πλοίο χορεύοντας πάνω στο κύμα.
Μια κοπέλα με το κινητό της αρχίζει να φωτογραφίζει τα δελφίνια βλέποντάς τα σαν φίλους που συντροφεύουν την απέραντη μοναξιά της. Η Μαρία ανέβηκε από το λιμάνι Καρλόβασι της Σάμου. Είχε πάει να επισκεφτεί για λίγες μέρες τον αδερφό της, τον Αντώνη, που είναι αξιωματικός του στρατού. Η Μαρία είναι μεγαλύτερη από κείνον. Αν και έχουν περάσει χρόνια πάντα την πληγώνει η απόφαση των γονιών της να μη σπουδάσει, παρόλο που ήταν άριστη μαθήτρια. Οι γονείς της ήθελαν ν’ ασχοληθεί με τα χωράφια και να παντρευτεί με προξενιό ένα παλικάρι που θα έβρισκε από το χωριό της, με σκοπό να τους γηροκομήσει αργότερα όταν πια θα γερνούσαν. Αντίθετα όμως ο αδερφός της, ο Αντώνης, θα μπορούσε να σπουδάσει και φεύγοντας από το σπίτι να εγκαταλείψει την αφάνταστη μιζέρια του χωριού. Έτσι η Μαρία, από αντίδραση, δε θέλησε ποτέ να παντρευτεί παρά τις πιέσεις των γονιών της. Εκείνο όμως που την έκανε να νιώθει ελεύθερη ήταν οι επισκέψεις της στις διάφορες πόλεις όπου υπηρετούσε ο αδερφός της, μα τώρα γύριζε πίσω και τα δάκρυα είχαν πλημυρίσει το πρόσωπό της, ενώ η αρμύρα της θάλασσας αγκάλιαζε το κορμί της θέλοντας να την παρηγορήσει.
Μεσάνυχτα και σιγά σιγά το πλοίο θα έμπαινε στα φιλόξενα νερά των νησιών των Κυκλάδων για να συναντήσει την Άνδρο, τη Νάξο, την Τήνο και την αρχόντισσα Σύρο, που η θέα της από το καράβι προκαλούσε θαυμασμό και δέος. Έμοιαζε σαν οικοδέσποινα που ευχόταν «καλό ταξίδι» και «στο καλό» σε όλους τους ταξιδευτές που την αντίκριζαν.
Στο πλοίο μέσα σχεδόν όλοι οι επιβάτες έχουν κοιμηθεί και ο θόρυβος από το πολύβουο πλήθος έχει δώσει τη θέση του στην ησυχία της νύχτας, η οποία όμως θα διακόπτεται συνεχώς από τη φωνή που θ’ αναγγέλλει την άφιξη και την αναχώρηση από τα λιμάνια.
Το πολύωρο αυτό ταξίδι έχει κουράσει τον κόσμο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι φτάνοντας την επομένη στον τελικό προορισμό του ταξιδιού τους θα ξεχυθούν στους δρόμους για να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Ο καιρός συνεχίζει να είναι καλός και η θάλασσα γαλήνια ξαγρυπνάει κάνοντας τα δικά της όνειρα. Αφήνοντας και το τελευταίο λιμάνι των Κυκλάδων το πλοίο μπαίνει στην τελική του ευθεία.
Ξημερώνει, η ώρα έχει πάει έξι το πρωί και οι επιβάτες σιγά σιγά ξυπνούν και αρχίζουν να ετοιμάζονται για την αποβίβαση τους από το πλοίο. Οι τσιγγάνες με τις πολύχρωμες μακριές τους φούστες μαζεύουν τα κιλίμια πάνω στα οποία είχαν ξαπλώσει, ενώ προσπαθούν να συγκεντρώσουν ένα τσούρμο από παιδιά που τρέχουν ξυπόλυτα προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι άντρες βρίζοντας και βλαστημώντας στη γλώσσα τους προσπαθούν να μαζέψουν την οικογένεια και ν’ ανεβάσουν την πολύχρωμη πραμάτειά τους στην καρότσα του φορτηγού.
Οι νταλικέρηδες αρχίζουν και αυτοί σιγά σιγά να πηγαίνουν προς τις νταλίκες τους για να βάλουν μπρος τις μηχανές, ώστε να είναι έτοιμοι μόλις δέσει το καράβι να κατέβουν. Έχουν ακόμα πολύ δρόμο μπροστά τους μέχρι να παραδώσουν το φορτίο τους στις τέσσερις γωνιές του κόσμου.
Από τα μεγάφωνα του πλοίου οι επιβάτες ενημερώνονται ότι σε λίγη ώρα φτάνουν στον προορισμό τους.
- Παρακαλούνται οι κύριοι και οι κυρίες επιβάτες να είναι έτοιμοι για την αποβίβασή τους από το πλοίο.
Η ώρα οχτώ το πρωί ακριβώς, το πλοίο «Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο» έχει αποβιβάσει και τους τελευταίους ταξιδευτές με την ευχή σύντομα να κάνει μαζί τους το ταξίδι της επιστροφής.