Η Αρχαία Δωδώνη υπήρξε λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης. Το μαντείο της Δωδώνης ήταν το δεύτερο σημαντικότερο μαντείο της αρχαιότητας, μετά τους Δελφούς κατά τους ιστορικούς χρόνους. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες φέρεται να είναι ενεργή ήδη από την εποχή του χαλκού, που αρχικά ήταν αφιερωμένη στην λατρεία της Γαίας, η οποία προϋπήρχε με το Χάος και τον Έρωτα-Φάνη στη δημιουργία του Κόσμου.
Κατά μίαν έννοια η Γαία, στο επίπεδο της Κοσμογονίας, συμβολίζει την υλική πλευρά του Κόσμου και όχι τη Γη, δηλαδή σε ότι δίνατε ή δεν δίνατε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας. Το Χάος συμβολίζει τον Χώρο του Σύμπαντος, δηλαδή το Παν. Ενώ ο Έρωτας συμβολίζει την κινητήρια δύναμη που ενώνει, γεννάει, μεταλλάσσει και μεταμορφώνει (μορφή, αυτό που φαίνεται, ο Φάνης) το Παν.
Αρχικά λοιπόν η λατρεία της Γαίας είχε σχέση με μία θηλυκή θεότητα. Άλλωστε είμαστε σε μία εποχή όπου έχουμε κατάλοιπα της παλιάς μητριαρχίας, δηλαδή και η κοινωνία ακόμα κυβερνάται από γυναίκες. Όταν λέμε κυβερνάει η γυναίκα εννοούμε ότι η φύση της γυναίκας είναι ιερή, διότι μπορεί και φέρει τη ζωή.
Μάλιστα το σημαντικό είναι πως η Δωδώνη υπήρξε μαντείο και πριν τον κατακλυσμό. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως οι πελασγοί ρώτησαν το μαντείο να τους πει πως θα ονομάσουν τους θεούς τους. Πάμε λοιπόν τόσο παλιά ώστε αγγίζουμε πλέον μυθολογικά πλαίσια όπου υπήρχαν άλλες διαμορφώσεις στον ελλαδικό χώρο.
Οι επίσημες ανασκαφές στην Δωδώνη μας δίνουν ευρήματα από το 2600 π.Χ. Αυτό και μόνο κατατάσσει το μαντείο στην εποχή του χαλκού, άρα είναι το παλαιότερο μαντείο του ελλαδικού χώρου.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα βάζει τον ήρωα του Αχιλλέα να απευθύνει την μοναδική στην ελληνική φιλολογία επίκληση για τον φίλο του τον Πάτροκλο στον Δία τον Άνακτα, τον δωδωναίο και πελασγικό (Π 233 – 235).
Είναι ένα είδος προσευχής του Αχιλλέα προς τον Δία πριν αντιμετωπίσει τον Έκτορα που λέει:
“Άρχοντα Δία Δωδωναίε πελασγικέ που κατοικείς μακριά βασιλεύοντας στην κακοχείμωνο Δωδώνη. Τριγύρω δε κατοικούν οι Σελλοί, οι ερμηνευτές της θέλησής σου, με τα άπλυτα πόδια και τη συνήθεια να κοιμούνται κατάχαμα”.
Ενώ στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας επισκέπτεται τη Δωδώνη, για να ρωτήσει σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη (Οδύσσεια ξ 327- 328).
Είναι δηλαδή ένα μαντείο καταρχήν του Διός, τουλάχιστον στην ιστορική του μορφή, του δωδωναίου και του πελασγικού μαζί.
Επίσης ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι όταν οι αργοναύτες κατασκεύαζαν την Αργό, η θεά Αθηνά πήρε ένα κομμάτι ξύλο από την προφητική βελανιδιά (φηγό) του μαντείου της Δωδώνης και το έβαλε στην πλώρη του πλοίου, έτσι η Αργό απέκτησε προφητική δύναμη και μπορούσε να καθοδηγεί τους αργοναύτες στο επικίνδυνο ταξίδι τους.
Το μαντείο εκτός από την Αργοναυτική Εκστρατεία, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, καθώς και από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αφού επισκέφθηκε τη Δωδώνη αναφέρει ότι οι ιέρειες του επιβεβαίωσαν το μύθο της ίδρυσης του μαντείου, σύμφωνα με τον οποίο δύο μαύρα περιστέρια πέταξαν από τη Θήβα της Αιγύπτου. Από αυτά το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη, όπου χτίσθηκε ο ναός του Άμμωνος Διός και το άλλο στη Δωδώνη, όπου ιδρύθηκε το μαντείο, καθώς τα περιστέρια διέταξαν με ανθρώπινη φωνή την ίδρυση των ιερών. Το ίδιο μαρτυρά και ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες».
Μας δείχνει δηλαδή πόσο πίσω ιστορικά πάει το μαντείο, στους πρωτοέλληνες. Ένα μαντείο που έχει αναπτύξει ένα ειδικό τρόπο μαντείας με αυτούς τους προφήτες, τους Σελλούς, οι οποίοι έχουν περίεργες και θα λέγαμε δύσοσμες συνήθειες: είναι άπλυτοι, λερωμένα πόδια, τους ονομάζουν λεροπόδαρους, θα λέγαμε ότι είναι κάθε άλλο παρά «πολιτισμένοι» με την σύγχρονη έννοια του όρου.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Όμηρο, οι Σελλοί κατοικούσαν στην Δωδώνη και ήταν οι ιερείς του μαντείου. Μάλιστα τους αναφέρει ως «Χαμοκοίταμνοι ανυφτοπόδες» και αυτό γιατί οι Σελλοί, ιερείς του Μαντείου, δεν έπλεναν τα πόδια τους για να έρχονται σε επαφή με την Γη (Γαία) καθώς αυτό ήταν σημαντικό ώστε να αντλούν την μαντική τους δύναμη για την ερμηνεία των χρησμών.
Στην αρχική του μορφή το ιερό ήταν υπαίθριο και οι διάφορες τελετουργίες πραγματοποιούνταν γύρω από το ιερό δένδρο (ιερή δρυς ή φηγός), όπου αρχικά λατρευόταν η Μεγάλη Θεά, η οποία όμως αργότερα αντικαταστάθηκε με την λατρεία του Δία, ο οποίος κατοικούσε εκεί με τη γυναίκα του τη Διώνη.
Ως τα τέλη του 5ου αιώνα ο Δίας δεν είχε ναό στη Δωδώνη, η λατρεία του τελούνταν στην ύπαιθρο και ο θεός «έννεε εν πυθμένη φηγού» δηλαδή κατοικούσε στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς που την περιστοίχιζαν χάλκινοι τρίποδες με λέβητες, οι οποίοι έβγαζαν συγκεκριμένους ήχους όταν κάποιος τους έκρουε για την ερμηνεία των χρησμών. Γι’ αυτό και έλαβε την επίκληση Νάιος, δηλαδή ένοικος-κάτοικος (από το ρήμα ναίω = κατοικώ). Προς τιμήν του γίνονταν τα Νάια, ονομαστοί πανελλήνιοι αγώνες.
Κατά την βυζαντινή περίοδο η επίδραση της αρχαίας Δωδώνης ήταν ακόμη τόσο ισχυρή ώστε καθιερώθηκε ο εορτασμός της αγίας Διώνης. Γιορτάζει πρώτη Σεπτεμβρίου, κάτι που σημαίνει πως έπρεπε να σωθεί το όνομα στο πέρασμα της νέας εποχής. Στο πέρασμα της άλλης θρησκείας.
Στα βυζαντινά χρόνια, κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου Α’ το 391, φανατικοί της νέας θρησκείας κόψανε το ιερό δέντρο και το ιερό εγκαταλείφθηκε, ενώ πάνω στα ερείπιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία.
Οι τελευταίες μαρτυρίες για την Δωδώνη χρονολογούνται τον 6ο αιώνα, όταν επιδρομές βαρβάρων ερήμωσαν την περιοχή.