Ξεκινούμε σήμερα να δημοσιεύουμε τα τριάντα διηγήματα του διαγωνισμού της ΓΝΩΜΗΣ, με θέμα στις «όχθες του Έβρου», που κρίθηκαν ως καλύτερα από την Κριτική Επιτροπή.
Η επιλογή των διηγημάτων έγινε με βάση τα κριτήρια τα οποία η επιτροπή έθεσε πριν την ανάγνωση των υποβληθέντων διηγημάτων. Τα κριτήρια αυτά είναι: η σχετικότητα του θέματος και του όλου περιεχομένου του διηγήματος με το θέμα της προκήρυξης του διαγωνισμού, η λογοτεχνικότητα του έργου, σε επίπεδο γλώσσας, αφηγηματικών τεχνικών και ύφους και η πρωτοτυπία της προσέγγισης του θέματος.
Στην αρχή θα δημοσιεύσουμε τα διηγήματα που αξιολογήθηκαν μέσα στην δεκάδα 21-30 και στη συνέχεια τα είκοσι που θα συμπεριληφθούν στο βιβλίο που θα εκδοθεί. Τελευταία θα δημοσιευτούν τα τρία διηγήματα που απέσπασαν τα βραβεία.
Η Κριτική Επιτροπή , αποτελείται από τις κ.κ. Σωτηρία Μαραγκοζάκη, συγγραφέα, Φωτεινή Ναούμ, συγγραφέα και Αναστασία Οικονομίδου, συγγραφέα και Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης,
Αλέξανδρος H. Στυλιανίδης
Λύτρωση
Ο ήλιος έκαιγε ψηλά στον ουρανό και οι γυναίκες παραταγμένες στην ακρογιαλιά ανέμεναν το πλήρωμα του χρόνου. Μαντίλες, πουκάμισα, γιλέκα, φουστάνια, ποδιές και πανωφόρια σκέπαζαν την άμμο και έφταναν μέχρι εκεί που το βλέμμα δεν έφτανε, που καμιά δύναμη βέβαια δεν το εμπόδιζε να φτάσει μέχρι τον ιδρώτα που κρεμόταν από το πηγούνι, στις ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπο, στα μάγουλα που έμοιαζαν με σάρκα λεμονιού, στα μάτια που ανείπωτη θλίψη είχε μετατρέψει σε ορύγματα βράχων. Τα κεντήματα στους ποδόγυρους και τα φλουριά στους κεφαλόδεσμους δεν είχαν προφανώς προλάβει να εξορκίσουν το κακό, που την ανάσα από τα στήθη είχε αφαιρέσει και το αντάμωμα ξηράς και θάλασσας είχε σιγάσει. Προμήνυαν εντούτοις τον ερχομό μιας μεγάλης γιορτής, της μεγαλύτερης που θα μπορούσε άνθρωπος να προσμένει, όπου αποκτά ό,τι περισσότερο ποθεί. Ο ίδιος πόθος διακατείχε και τους άνδρες, που στέκονταν ανάμεσα στις βελανιδιές στις παρυφές της ακτής, με τις κροσσωτές άκρες από τα δεμένα στα κεφάλια τους ζωνάρια να κρέμονται στις ισχνές πλάτες τους και τα φαρδιά παντελόνια τους να μην αρκούν να γεμίσουν τα κενά των δέντρων.
Πέρα μακριά, στο ίδιο περιγιάλι, εκεί που χυνόταν ο μεγάλος ποταμός και σχημάτιζε ένα καταπράσινο δέλτα στις εκβολές του, ένας ξεχασμένος βασιλιάς γοήτευε με τη λύρα του τα ύδατα ουρανού και γης. Τα ύδατα της γης συγκέντρωναν τη γλύκα τους και την προσέφεραν νέκταρ στο βασιλιά. Τα ύδατα του ουρανού έπλεναν με αλάτι το σώμα του βασιλιά, που έστεκε αγέρωχο στο πέρασμα των αιώνων. Μέσα στην όασή του, σύμπαν παράλληλο της ανθρώπινης δυστυχίας αλλά τόσο κοντά σε αυτήν, ο βασιλιάς έπαιζε για τη μοίρα των ανθρώπων, για τους πολέμους και το θάνατο. Έπαιζε για τη μεγαλύτερη τραγωδία της ζωής να χάνονται τα παιδιά πριν από τους γονείς τους. Έπαιζε για τα γκρεμισμένα σπίτια, τα ρημαγμένα χωράφια, τα όρνια που παραμονεύουν μέχρι το ανθρώπινο σώμα να αδειάσει από την ψυχή του ώστε να το κατασπαράξουν. Έπαιζε για τις αλησμόνητες πατρίδες, που δάκρυα γίνονται στο προσκέφαλο και γλυκόπικρη γεύση στο στόμα. Έπαιζε για τους πολεμάρχους, τους τσάρους και τους σουλτάνους, που ρίχνουν πρόθυμες στρατιές ακολούθων στον καιάδα των ορέξεών τους. Έπαιζε για τους θεούς χριστιανών και μουσουλμάνων, που οι πρεσβύτεροι τούς θέλουν αντιμέτωπους και βουτηγμένους στο αίμα των ανθρώπων.
Έπαιζε για το μίσος του κόσμου, που την καρδιά του ξεριζώνει από τα σωθικά του για να τη δώσει θυσία στους δαίμονες του νου του. Πού να βρω λίγο νερό και αλάτι να ξεπλύνω το θάνατο από το σώμα μου, τις αρρώστιες από το νου μου, το μίσος από την καρδιά μου, τη βουλιμία από την ψυχή μου; Μέσα στα καθάρεια νερά να εξαγνιστώ, να βγω πέρα από τα σύνορα του κόσμου, να προσκυνήσω και άλλους βασιλείς, να με προσκυνήσουν και αυτοί. Οι θάλασσες να σμίξουν με τους ωκεανούς, τα ποτάμια με τις λίμνες, και ο άνθρωπος ελεύθερος να ξεχυθεί σαν κύμα.
Ο ήλιος είχε ήδη πέσει χαμηλά. Η γιορτή των πόθων σύντομα θα ξεκινούσε. Τα νερά είχαν πάρει μια απόχρωση βαθύ γαλάζιου. O ελαφρύς άνεμος, που μόλις είχε βγει για να υποδεχτεί το ηλιοβασίλεμα, ανατάραζε ανεπαίσθητα την επιφάνεια μιας σφιχτής υδάτινης μάζας. Γυναίκες και άνδρες είχαν παγώσει το βλέμμα τους στον ορίζοντα, αν και ποτέ δεν το ζέσταναν στον ήλιο. Το πλήρωμα του χρόνου επιτέλους έφτασε, με τον ήλιο να στηρίζεται στη θάλασσα και να ξεδιπλώνει πάνω στα νερά τα ροδαλά του νήματα. Ατέρμονες σειρές παιδιών, μεγάλων και μικρών, αναδύονταν μέσα από τη θάλασσα, η μια μετά την άλλη, κρατώντας κάποιες από αυτές μωρά στην αγκαλιά τους. Παιδιά νεκρά από τον πόλεμο, που ανασταίνονταν μέσα από τη θάλασσα και λούζονταν στο σύθαμπο. Υστερικοί αλαλαγμοί ξεπηδούσαν μέσα από τα γυναικεία στήθη και σαν βέλη εξακοντίζονταν στον αέρα. Όσο εμφανίζονταν νέες σειρές και πλησίαζαν οι πρώτες τη στεριά, τόσο δυνάμωναν οι κραυγές και τα χέρια έδερναν τα ίδια τους τα σώματα. Όταν τα πρώτα παιδιά πάτησαν το πόδι τους στην παραλία, οι γυναίκες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και όρμησαν σαν χείμαρροι πάνω τους. Γίνονταν και πάλι μητέρες, βυθίζοντας στους κόρφους τα παιδιά τους, γεμίζοντας με φιλιά τα πρόσωπά τους, πλένοντας με δάκρυα τα μαλλιά τους, συνθλίβοντας ανάμεσα στα χέρια τους τις κεφαλές τους, δαγκώνοντας και μπήγοντας τα νύχια στις τρυφερές τους σάρκες. Αντλούσαν ζωή από τη ζωή τους, που οι ίδιες κάποτε μέσα σε καθάρεια νερά ξανά τους είχαν δώσει. Οι πατέρες, με ανάμεικτο πόνο και χαρά, παρακολουθούσαν τα παιδιά τους από μακριά, ποτίζοντας αθόρυβα με τα δάκρυά τους τις βελανιδιές. Τα παιδιά, με ένα μειδίαμα και μυστηριακό φως στα μάτια, γίνονταν ζυμάρι στα χέρια των μαννάδων τους, που μαλασσόταν ξανά και ξανά μέχρι να χωρέσει στην παλάμη. Και ο γιαλός, από νεκροταφείο ζώντων ανθρώπων μετατράπηκε σε λίκνο ζωής, που ενώνει ζωντανούς και νεκρούς πάνω από ένα θρήνο για τη ζωή. Για τη ζωή που δεν σβήνει ποτέ, αλλά που συνεχίζει να υπάρχει και πίσω από τον ήλιο, μέσα στον αέρα, κάτω από τη θάλασσα.
Ένα παιδί, που μάννα δεν είχε να το χορτάσει, κάλπασε σαν άλογο προς τις εκβολές του ποταμού, εκεί, στα σύνορα του κόσμου, παλαιού και νέου. Κάθισε οκλαδόν μπροστά στο λυράρη βασιλιά και περίμενε μέχρι να τελειώσει το θρηνητικό τραγούδι του. «Οι θεοί έχουν εξευμενιστεί», είπε τελικά στο βασιλιά.
Ο βασιλιάς, αφού συλλογίστηκε λίγο, ακούμπησε το δοξάρι και τη λύρα στα ριζά του δέντρου όπου καθόταν. «Όταν πέθανε η γυναίκα μου και κατέβηκα στον κάτω κόσμο για να τη φέρω πίσω ζωντανή, σκέφτηκα πόσο άδικοι είναι οι θεοί. Οι ίδιοι οι θεοί μού επέτρεψαν το ασύλληπτο, αφού μάτωσα την καρδιά τους με τα σπαρακτικά μου άσματα, και εγώ ο ίδιος τους κατηγόρησα…»
Το παιδί έκοψε μια ανεμώνη που ξεπρόβαλλε μέσα από το χορτάρι. «Γιατί τους αδίκησες;»
Ο βασιλιάς χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που κουβαλούσε πόνο από την επίγνωση των λαθών του παρελθόντος. «Οι άνθρωποι είμαστε άπληστα όντα. Βλέπουμε στους θεούς τους εαυτούς μας, και τους μισούμε, για να μην μισήσουμε τους εαυτούς μας… Οι θεοί με τιμώρησαν για την ύβρη που διέπραξα, και επέστρεψα στον κόσμο των ζωντανών δίχως εκείνην, αλλά και δίχως εμένα, αφού η θνητή μου υπόσταση έμεινε στον κάτω κόσμο. Έκτοτε σκορπίζω μελωδίες για το σμίξιμο ζωντανών και πεθαμένων, έστω για λίγο, για όσο κρατάει η δύση του ηλίου, όταν τα ψέματα απογυμνώνονται και οι αλήθειες γίνονται ορατές για αυτούς που τις χρειάζονται…»
Το παιδί καταλάβαινε, γνώριζε, δεν προερχόταν πλέον από τον κόσμο των ανθρώπων. «Οι άνεμοι κάνουν τα μπουμπούκια του λουλουδιού που κρατώ να ανθίσουν, οι ίδιοι άνεμοι παρασέρνουν μακριά τα πέταλα. Διαβάζουν τα σημάδια των καιρών οι άνεμοι, δεν τα φτιάχνουν. Δεν σε τιμώρησαν λοιπόν οι άνεμοι, αλλά εσύ ο ίδιος. Με τη δική σου δύναμη, μπορείς να πετύχεις το ανέφικτο, να ανοίξεις τις πύλες άλλων κόσμων. Και εσύ το κατόρθωσες. Και είδες. Είδες ευγνωμοσύνη στις ψυχές των ανθρώπων. Είδες τη μάννα να αγκαλιάζει το παιδί της και μετά να το αφήνει, χωρίς να καταριέται τους ανέμους. Και έτσι τον εαυτό σου μπόρεσες να συγχωρέσεις, και την ψυχή σου να λυτρώσεις…»
Λίγα δάκρυα κύλισαν από τις άκρες των ματιών του βασιλιά. «Τόσος καιρός, τα βασίλεια να πέφτουν, οι γλώσσες να αλλάζουν, και η αγωνία των ανθρώπων να μένει χαραγμένη στα αστέρια. Μέσα από την αγωνία τους αυτή ζούσα, και πέθαινα κάθε φορά που κρατούσα το δοξάρι, περιπλανώμενος ανάμεσα στα αστέρια. Τώρα πια μπορώ να αγκυροβολήσω στο δικό μου αστέρι, και οι άνθρωποι να κοιτούν ψηλά και να θυμούνται ότι κάποτε, σε αυτόν εδώ τον κόσμο, ζούσε ένας βασιλιάς ενός σπουδαίου βασιλείου…»
Το παιδί σηκώθηκε, πέρασε την ανεμώνη μέσα από τις χορδές της λύρας και έτεινε το χέρι του προς το μέρος του βασιλιά. Ο βασιλιάς ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του παιδιού, νιώθοντας τους ανέμους να τον περιτυλίγουν. Ελεύθερα από το βάρος της μουσικής, τα χέρια του υψώθηκαν και έγιναν προέκταση του δειλινού.
Ο ήλιος είχε δύσει. Τα ροδαλά νήματα είχαν χαθεί και η θάλασσα είχε σκοτεινιάσει. Το αμυδρό φως που ξεγλιστρούσε από την άλλη όψη της γης διέγραφε τις μορφές των μαννάδων, των πατέρων και των παιδιών στο ακρογιάλι. Η μεγαλύτερη γιορτή για τη μεγαλύτερη τραγωδία έφτανε στο τέλος της. Οι μαννάδες άφηναν αδιαμαρτύρητα τα παιδιά τους να φύγουν από τις αγκαλιές τους, αλλά τα δάκρυα ποτέ δεν έπαψαν να κυλούν από τα μάτια. Σταγόνα-σταγόνα έπεφταν κάτω, έσκαβαν την άμμο και σχημάτιζαν ποτάμια που εξέβαλλαν στη θάλασσα. Τα παιδιά έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής ανάμεσα στα χιλιάδες αυτά ποτάμια, και βυθίζονταν ένα-ένα μέσα στη θάλασσα. Μια σταγόνα δάκρυ για ένα παιδί που χάνεται, και η θάλασσα φουσκώνει και πλημυρίζει. Τα παιδιά εξαφανίστηκαν στη θάλασσα και οι μαννάδες έγιναν και πάλι γυναίκες, ξερόδεντρα σε μια έρημο κατακλυσμένη από ποτάμια. Όσες είχαν άνδρα, εγκατέλειψαν τη θάλασσα στο πλάι του. Οι υπόλοιπες, όσες σχεδόν και τα ποτάμια, παρέμειναν στις θέσεις τους, σχήματα στο άπειρο και χρώματα τη νύχτα. Μια μόνο ανάμνηση, η ύστατη αγκαλιά, και οι θεοί μετέωροι μεταξύ ουρανού και γης…
Βιογραφικό του συγγραφέα
Ο Αλέξανδρος Στυλιανίδης κατάγεται από την Ξάνθη. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο διεθνές δίκαιο στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και διδακτορικές σπουδές στα ανθρώπινα δικαιώματα στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Lazaros
Μπράβο Αλέξη!!!
Αλέξης
Ευχαριστώ πολύ!