της Γιώτας Αγαπητού
Νυχτερινή βάρδια, μία συνηθισμένη νύχτα στο μικρό γραφείο της υπηρεσίας, στο κέντρο της Αθήνας.
Βράδυ Σαββάτου, μία γλυκιά ατμόσφαιρα αγκαλιάζει τη νύχτα. Η Μυρτώ, η Αλίκη και η Μαργαρίτα απόψε είναι βάρδια. Τρεις γυναίκες γύρω στα τριάντα από διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας όπου η αναζήτηση για δουλειά τις έφερε στην Αθήνα.
Η Μυρτώ μπήκε στο γραφείο κρατώντας ένα μικρό κουτί βάζοντάς το στο ψυγείο, αφού έκανε μαζί με την Αλίκη τις καθιερωμένες εργασίες της βάρδιας κατευθύνθηκαν προς το χώρο ανάπαυσης του προσωπικού, μιας και στους διαδρόμους επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Έκαναν καφέ και άναψαν τσιγάρο, η Μυρτώ κάποια στιγμή ανέφερε στην Αλίκη ότι ξημέρωνε η ημέρα των γενεθλίων της και για το λόγο αυτό είχε φέρει μία μικρή τούρτα σοκολατίνα μαζί μ’ ένα κεράκι για να γιορτάσει τα γενέθλιά της. Ήταν τα πρώτα γενέθλια που θα γιόρταζε ως εργαζόμενη. Για το λόγο αυτό φωνάξανε και τη Μαργαρίτα. Αφού μαζεύτηκαν οι τρεις γυναίκες γύρω από την τούρτα και ευχήθηκαν στη Μυρτώ χρόνια πολλά, εκείνη έσβησε το κεράκι και άρχισαν να τσιμπολογάνε.
- Σήμερα γίνομαι τριάντα χρονών και νιώθω ότι γερνάω. Δεν έχω μόνιμη δουλειά, είμαι μ’ έναν άνθρωπο που δεν ξέρει τι θέλει και με μπερδεύει όλο και περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα έχω τους γονείς μου να με πιέζουν για το τί θα κάνω στη ζωή μου.
- Δεν είσαι η μόνη. Είπε η Αλίκη και συνέχισε. Αυτή τη στιγμή νιώθω αρκετά χάλια που τρώω τη σοκολατίνα, είχα αρκετό καιρό να φάω γλυκό. Σε ηλικία δεκαεφτά χρονών, λίγο πριν τελειώσω το λύκειο, η βουλιμία μου χτύπησε την πόρτα. Ταλαιπωρήθηκα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Κατάγομαι από μία πόλη της Πελοποννήσου. Οι γονείς μου είναι γνωστοί σε όλη την πόλη. Οι σχέσεις μου μαζί τους πάντα ήταν καλές και ποτέ δεν με πίεσαν για οτιδήποτε. Παρ’ όλα αυτά εγώ πάντα ήμουν πρώτη μαθήτρια στο σχολείο, ενώ παράλληλα φρόντιζα για την εικόνα μου. Μία τελειομανία που δυστυχώς με οδήγησε στο ύπουλο μονοπάτι των διατροφικών διαταραχών, οδηγημένη σε μία ανελέητη υπερφαγία που ο εμετός μετά ερχόταν ως λύτρωση. Είχα φτάσει σε σημείο να κλέβω χρήματα από τους δικούς μου αγοράζοντας γρήγορο φαγητό πολλών θερμίδων, τρώγοντάς το με βουλιμία, ενώ μετά ακολουθούσε πάντα η πρόκληση εμετού. Εκείνες τις μέρες ένοιωθα σαν το χρήστη, που ακολουθώντας ένα δρόμο μοναχικό και ενοχικό, ψάχνει απεγνωσμένα τη δόση του. Ήταν μέρες που το στομάχι μου δεν ανεχόταν ούτε ένα κουλούρι. Παρατηρούσα τα βλέμματα των δικών μου που γνώριζαν το μυστικό μου. Θυμάμαι έντονα τον πρώτο εφηβικό μου έρωτα, που ήταν ο πρώτος που εξομολογήθηκα το πρόβλημά μου και κείνος έτρεξε μακριά, φοβούμενος μη γίνει μέρος του προβλήματος μου. Όταν μίλησα στην οικογένειά μου εκείνη με βοήθησε να δώσω ένα τέλος στον εφιάλτη μου. Από τότε μου έχουν μείνει ως «παράσημο» μερικά κατεστραμμένα δόντια, λόγω της διατροφικής μου διαταραχής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια που μιλούσε η Αλίκη, η Μυρτώ σκεφτόταν την μητέρα της και τα εντόνως επικριτικά σχόλια για το βάρος της.
- Η μητέρα μου, είπε η Μυρτώ, πάντα σχολίαζε αρνητικά τα κιλά μου. Η δική μου οικογένεια μένει σε μία λαϊκή συνοικία του Πειραιά. Εργάτες στο επάγγελμα, που κυνηγούσαν πάντα το μεροκάματο και που σχεδόν θα τολμούσα να πω πως ακόμα και σε τέτοιες εποχές δεν τους έλλειπε. Η μητέρα μου είναι μία γυναίκα σκληρή που πάντα μου λέει ότι εξαιτίας του βάρους μου κανένας δεν θα γυρίσει να με κοιτάξει, γιατί όπως λέει, η κοινωνία που ζούμε θέλει κοπέλες αδύνατες και καλοβαλμένες. Ο Αλκαίος πολύ μου πέφτει, μου είχε πει. Ο Αλκαίος είναι το αγόρι μου. Έχουμε μία σχέση περίπλοκη. Τόσο μπερδεμένη, όσο μπερδεμένος είναι και κείνος μέσα του. Συνεχώς μου τονίζει πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η καριέρα του. Δουλεύει σε μία εταιρεία σαν προγραμματιστής υπολογιστών. Δεν μπορεί να μου εκφράσει τί πραγματικά θέλει, από τη σχέση μας. Με αποτέλεσμα να νιώθω όμηρος σε μία κατάσταση που με πνίγει και που πραγματικά δεν ξέρω τι να κάνω.
Καθώς προχωρούσε η νύχτα, οι τρεις γυναίκες έκλειναν τα βλέφαρά τους για να χαλαρώσουν.
Δύο τα ξημερώματα και την ησυχία ήρθε να διαταράξει το κουδούνισμα από το τηλέφωνο της Μαργαρίτας. Ήταν ο άντρας της. Ήθελε να της πει ότι η κόρη τους, η Άρτεμις, ψηνόταν από τον πυρετό. Αφού ηρέμισε τον άντρα της, του έδωσε κάποιες οδηγίες και έκλεισε το τηλέφωνο.
- Όλα καλά; Ρώτησαν οι δύο γυναίκες τη Μαργαρίτα.
- Από χθες η κόρη μου, που είναι μόλις τριών χρονών, δεν ένοιωθε καλά και την πήγαμε στον γιατρό. Μας είπε ότι ήταν ίωση και μας έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες. Δυστυχώς νιώθω πολύ άσχημα που μια τέτοια νύχτα είμαι μακριά από το παιδί μου, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή. Ο μισθός μου είναι και τα μόνα χρήματα που μπαίνουν στο σπίτι μας για να καλύψουν τις βασικές μας ανάγκες. Δυστυχώς ο άντρας μου εδώ και τρία χρόνια είναι άνεργος.
Η Μαργαρίτα άναψε τσιγάρο και χάθηκε για λίγο στον καπνό του.
- Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί πόσο δύσκολα χρόνια, λόγο της φτώχιας μας, πέρασα. Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι γονείς μου, αγρότες στο επάγγελμα, ασχολούνται με τα καπνά. Στερήθηκα πολλά για να σπουδάσω, ήλπιζα όμως ότι παίρνοντας το πτυχίο μου και πιάνοντας δουλειά τα πράγματα θα καλυτέρευαν. Μόνο που αυτό δε συνέβη. Ο Άρης, ο άντρας μου, αν και έχει τρία μεταπτυχιακά, δεν είχε ποτέ μόνιμη δουλειά. Στην αρχή του γάμου μας ζούσαμε με τα λεφτά που είχαμε μαζέψει. Λόγο ενός ιατρικού λάθους, την εποχή της εφηβείας μου, στερήθηκα την δυνατότητα ν’ αποκτήσω παιδί με αποτέλεσμα να προσφύγω στην διαδικασία των εξωσωματικών. Μια διαδικασία ψυχοφθόρα και πανάκριβη. Για να τα καταφέρουμε δανειστήκαμε χρήματα από συγγενείς και φίλους, φέρνοντας έτσι στον κόσμο την μονάκριβη κόρη μας. Κοιτώντας την πολλές φορές ενώ κοιμάται στεναχωριέμαι που δεν μπορώ να της προσφέρω όλα όσα είχα ονειρευτεί. Κανείς δε μπορεί να καταλάβει πόσο σκληρό είναι να βλέπω τον άντρα μου να λιώνει μέρα με την μέρα από απογοήτευση που δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μας στηρίξει.
Η Μαργαρίτα πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε μια γουλιά από τον παγωμένο καφέ της.
Οι τρεις νέες γυναίκες συνέχισαν την κουβέντα τους σχολιάζοντας την αναλγησία της κοινωνίας μπροστά στα προβλήματα των γυναικών και των νέων ανθρώπων, θύματα της φτώχειας, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η ώρα σχεδόν πέντε το πρωί. Η παρέα των γυναικών ένοιωθε τόσο όμορφα που μπόρεσε μία τέτοια νύχτα να μιλήσει από καρδιάς χωρίς να το έχει σχεδιάσει. Έξω ο ουρανός είχε πάρει ένα βιολετί χρώμα. Ξημέρωνε.