Γραφικές μορφές της πόλης μας «Το λουκούμι… και ο κουμπαράς»

«Μπαίνει το λουκούμι στον κουμπαρά;» Έλα μου ντε… Είδατε απορίες που έχω… Εδώ σας θέλω…

Λοιπόν, το «λουκούμι και ο κουμπαράς» είναι η «σόκιν» ατάκα της κυρα-Βαγγελιώς. Για όσους δεν ξέρουν ποια είναι η κυρα-Βαγγελιώ θα σας τη συστήσω. Είναι μια μεσόκοπη, ξερακιανή ύπαρξη που κυκλοφορεί με το καροτσάκι της στην πόλη μας και πουλάει λουκούμια και παστέλια. Διαφημίζει με χιουμοριστικές ατάκες τα προϊόντα της. Πάντα με το χαμόγελο και με αξιοπρέπεια επισκέπτεται τα γνωστά στέκια για να πει την καλημέρα της και να βγάλει το μεροκαματάκι της… Η κυρα-Βαγγελιώ άφησε εποχή με το ελεύθερο πνεύμα της, που ήταν ταμπού την εποχή ‘60-’70.

Το επάγγελμα της ήταν «αρτίστα» (ντιζέζ) σε καμπαρέ της πόλης μας.

Παρεξηγημένη επίσης σα λέξη τα «καμπαρέ». Τα καμπαρέ δεν ήταν οίκοι ανοχής αλλά νυχτερινά κέντρα με τολμηρό μουσικοχορευτικό πρόγραμμα. Το γνωστότερο καμπαρέ, που άνοιξε τις πόρτες του εν έτη 1889 ήταν το Μουλέν Ρούζ στο Παρίσι και αργότερα το Καφέ Σαντάν. Πολύ αργότερα, δεκαετία ‘50-’60, εμφανίζονται παρόμοια στέκια στην Τρούμπα, τα οποία γνωρίσαμε από τις ταινίες του παλιού, καλού κινηματογράφου. Η μοιραία Στέλλα ( Μ. Μερκούρη) που έβαλε φωτιά στην Τρούμπα με την ομορφιά και τον τσαμπουκά της. Ο νεαρός εραστής της Γ. Φούντας τυφλωμένος από ζήλια τη σκοτώνει. Η γοητευτική «Λόλα» της Τρούμπας (Τζένη Καρέζη), γυναίκα ελευθέρων ηθών που είχε ερωτική σχέση με τον Κούρκουλο και την οποία διεκδικούσε επίσης και ο ιδιοκτήτης του καμπαρέ. Μετά από τη μονομαχία των δύο αντρών σκοτώνεται ο Δ. Παπαγιανόπουλος και το ζευγάρι ζει επιτέλους ευτυχισμένο μακριά από τις κακές συμμορίες της νύχτας.

Κορίτσια με πλήθος στολίδια, βραδινές τουαλέτες με καυτά ντεκολτέ, βαρύ μακιγιάζ, ψηλοτάκουνες γόβες. Οι αιωνίως  γελαστές «κονσοματρίς». Πελάτες τους από κάθε κοινωνική τάξη.

Νεόπλουτοι επιχειρηματίες, επιχειρηματίες, τραπεζικοί, ναυτικοί (και του λιμανιού και του σαλονιού)… Άντρες που ζούσαν τον έρωτα παράφορα, χωρίς ενδοιασμούς για κάποιες νύχτες. Σε λίγο δε σε ήξεραν και σε ξεχνούσαν.

Και επειδή «όποιος νύχτα περπατεί λάσπες και σ…α πατεί» όπως λέει και ο λαός, τα κορίτσια αυτά ήταν ανυπεράσπιστα και εκτεθειμένα σε πολλούς κίνδυνους. Δια τούτο υπήρχε πίσω από την καθεμιά τους και ένας αγαπητικός (προστάτης), κοινώς νταβατζής, που δικαιούνταν το μερτικό του από το μεροκάματο τους. Ήταν τύποι αδίστακτοι, βίαιοι, τα «Ρεμάλια της Φωκίωνος Νέγρη».

Πίεζαν τα κορίτσια να είναι «πρόθυμα», όπως προστάζει ο νόμος της νύχτας και η δεοντολογία της κονσομασιόν. Κορίτσια που ξόδευαν τα χρόνια τους στην υπηρεσία των πελατών.

Τα «κακά» και άτακτα κορίτσια τα χρόνια εκείνα είτε τα έδιωχναν οι πατεράδες από το σπίτι είτε αναγκάζονταν οι ίδιες να φύγουν από τα χωριά τους λόγω κάματου και πείνας είχαν δύο επιλογές ή θα δούλευαν ως υπηρέτριες για ένα ξεροκόμματο ή θα επέλεγαν το «δρόμο χωρίς επιστροφή». Τραγικές ιστορίες.

Ποια είναι στα αλήθεια η Βαγγελιώ μας; Κανείς μας δεν ξέρει τίποτα για το παρελθόν της. Υποθέσεις κάνουμε. Αν έγραφε βιβλίο θα έκαιγε πολλούς συμπολίτες μας. Τα στέκια αυτά ήταν γεμάτα από άντρες που αναζητούσαν συντροφιά. Το πρωί τους συναντούσες γραβατωμένους, σοβαρούς, αυστηρούς. Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισσαίοι υποκριτές.

Αποστολή των κοριτσιών που εργάζονταν σε νυχτερινά κέντρα ήταν να έχουν κέφι και να το διοχετεύουν. Γέλιο, τραγούδι, επίπλαστη χαρά και συστηματική μέθοδος ώστε να αδειάζουν το περιεχόμενο των πορτοφολιών των πελατών. Προσέφεραν κέφι αρκεί να τους προσέφερες  μια σαμπάνια, ένα κοκτέιλ, ένα ουίσκι. Όσα περισσότερα ποτά τόσο ανέβαινε ο τζίρος του μαγαζιού. Υπήρχαν αρτίστες που πληρώνονταν αδρά και άλλες που εργάζονταν μόνο γα να ζήσουν. Η γοητευτική «καλλιτέχνης» που θα πήγαινε να καθίσει σε μια παρέα αντρών θα παρήγγελνε το ποτό της χωρίς να περιμένει να τη ρωτήσουν. Όσο περισσότερα ποτά τόσο μεγαλύτερο το μεροκάματο.

«Τι βγαίνει αν κάθεσαι στη μοναξιά; Έλα στο καμπαρέ. Εδώ είναι η ζωή. Έλα να πιείς, έλα να δεις πως το να σκέφτεσαι δεν είναι τόσο λογικό και ωραίο».  (Γ. Ξανθούλης) από τη θεατρική παράσταση «Καμπαρέ».

Στην ιστορία των καμπαρέ πολλές από αυτές τις μοιραίες γυναίκες έχουν ξεχωριστή θέση και έχουν τιμηθεί μάλιστα με μεγάλα αξιώματα όπως οι «εταίρες» της αρχαιότητας, οι Παλλακίδες που προσέφεραν τα θέλγητρα και τις υπηρεσίες τους στους άρρενες, ικανοποιούσαν τις βιολογικές τους ανάγκες, ξεχώριζαν για τη δυνατή προσωπικότητα, την ευφυΐα και τη λεπτή αισθητική.

Ονομαστές για τον ακόλαστο βίο τους η «Μαρία Αντουανέτα», η «Μάτα Χάρι» και άλλες. Κάποιες όμως πλήρωσαν πολύ ακριβά το θερμό ταπεραμέντο τους.

«Δε μετανιώνω για τη ζωή που έζησα» λέει η Βαγγελιώ «ούτε για τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό». Εργάστηκε όσο της το επέτρεπαν οι δυνάμεις της.

Λανθασμένη η εντύπωση που τις κατατάσσει σε ιερόδουλες. Υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στις κονσοματρίς και την ιερόδουλη. Οι κονσοματρίς έχουν ως αποστολή τους την ψυχαγωγία του πελάτη χωρίς να είναι υποχρεωμένες να έρθουν σε σεξουαλική επαφή , εκτός και εάν οι ίδιες το επιθυμήσουν. Η εχεμύθεια γι αυτές ήταν άγραφος νόμος. Πληρωνόταν με την ώρα για να ψυχαγωγούν τους άντρες με χορό, μουσική και συζήτηση, ενισχύοντας το αντρικό «εγώ».

Τα παλιά καμπαρέ που όλοι ήξεραν έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Έχουν μεταλλαχτεί σε καφέ-μπαρ. Γοητευτικές γυναίκες, καλλίγραμμες, από όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης εργάζονται σε αυτά. Μια καλλιτεχνική Βαβυλώνα φυλών γιατί «Ελλάντα ξέρει γλεντάει»…

«Ενά νερό κυρα-Βαγγελιώ, ενά νερό, κρυό νερό κι από πούθε κατεβαίνει Βαγγελιώ μου παίνεμένη…»

Γλυκιά και επίπλαστη ουτοπία προσέφερε η κυρα-Βαγγελιώ τον παλιό, καλό καιρό. Λουκούμια πουλάει τώρα για να γλυκάνει τους ουρανίσκους μας. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή και ούτε θα φτωχύνουμε αν την ενισχύσουμε αγοράζοντας κάτι από την πραμάτεια της. Δεν έχει στον ήλιο μοίρα, ούτε σύνταξη, ούτε άλλους πόρους. Στηρίζεται στην φιλεσπλαχνία και την αλληλεγγύη μας για να ζήσει.

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο