Γνωρίζοντας το Νίκο Καζαντζάκη από τον πρόλογο της Ασκητικής του

Η “Ασκητική” του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένα έργο ζωής με τεράστια αναγνωσιμότητα. Είναι θα λέγαμε ο πυρήνας όλου του έργου του και αποτελεί το μεγαλύτερο τόλμημα της συγγραφικής του πορείας, μιας και δεν φοβήθηκε να εκθέσει δημόσια την κοσμοθεωρία του! Στην ουσία να εκθέσει τον εαυτό του και να τα βάλει με μικροπρεπείς Θεούς και (προσωπικούς) δαίμονες.

Ο Νίκος Καζαντζάκης ξεκίνησε να γράφει την Ασκητική στην Βιέννη και αργότερα στο Βερολίνο μετά το τέλος της Μικρασιατικής καταστροφής, δηλαδή από το Φθινόπωρο του 1922 έως την Άνοιξη του 1923, εκδίδοντας το έργο του αρκετά αργότερα, το 1927, από το αθηναϊκό περιοδικό Αναγέννηση, το οποίο διεύθυνε ο Δημήτρης Γληνός από το 1926, με τον τίτλο Salvadores Dei και υπότιτλο ¨Ασκητική¨.

Στην ουσία το έργο του Νίκο Καζαντζάκη δεν είναι τόσο ένα φιλοσοφικό σύγγραμμα, αλλά πολύ περισσότερο ένα βιωματικό δρώμενο του ίδιου του συγγραφέα γραμμένο με ποιητικό ύφος, καθώς ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως απλώς οι λέξεις υπομένες με επιστημονικό ή φιλοσοφικό τρόπο δεν μπορούν να καλύψουν το βάθος της πραγματικότητάς του.

Ας εισέλθουμε όμως στον πρόλογο της Ασκητικής του Νίκου Καζαντζάκη, αφηνόμενοι χωρίς πρέπει και πλαίσια στην μαγεία της σκέψης του:

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία·
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.»

Ερχόμαστε λοιπόν από μία σκοτεινή άβυσσο, πηγαίνουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο και το ενδιάμεσο διάστημα ερωτευόμαστε, μισούμε, απορούμε, ταξιδεύουμε, το πιο σίγουρο όμως είναι ότι εμπλεκόμενοι μέσα στη καθημερινότητα αρκετά συχνά ξεχνάμε το εφήμερο της ζωής.

Και το ερώτημα που ανακύπτει, από τις πρώτες κιόλας γραμμές που διαβάζουμε στον πρόλογο του έργου, είναι από πια στιγμή και μετά θα έχει πεθάνει η αθανασία μας; Τελικά η ύπαρξη μας έχει ή δεν έχει θάνατο;

Άλλωστε, πολλοί στοχαστές, όπως ο Πλάτων, αλλά και ο σπουδαίος Γάλλος νομπελίστας, φιλόσοφος και συγγραφέας Αμπέρ Καμύ, διαλάλησαν πως σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Συγκεκριμένα, κατά τον Καμύ, ο παραλογισμός της ανθρώπινης ύπαρξης συνίσταται στο γεγονός πως από τη στιγμή που θα γεννηθούμε είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε.

Άρα το αμέσως επόμενο ερώτημα που θα πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας είναι τι μπορούμε να κάνουμε με την ζωή που ήδη έχουμε στα χέρια μας και πως μπορούμε να ζήσουμε ώστε να είμαστε ευτυχείς ή στην καλύτερη περίπτωση να νιώθουμε ευδαιμονία;

Ο περισσότερος κόσμος βέβαια περιμένει, καθώς θεωρεί πως εφόσον ερχόμαστε από μία σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο, να γίνει ευτυχής κατά τύχη και όχι κατά ευδαιμονία. Ξεχνώντας πως όλη η αρχαία φιλοσοφία μιλάει για τον προορισμό της ύπαρξης ως ευδαιμονία.

«Εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατἀρετὴν τελείαν» θα μας πει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια». Μετά από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, δεν μπορείς να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις τίποτα. Λέει ότι πρέπει να αναπτύξεις αρετή για να ενεργοποιηθεί η ψυχή και όχι την όποια αρετή, αλλά τελεία αρετή.

Ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως τόσο το διάστημα πριν από τη γέννησή μας όσο και η κατάληξή μας μετά το θάνατο, αποτελούν καταστάσεις για τις οποίες δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε. Κι εφόσον δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι προηγείται και τι ακολουθεί, το μόνο για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε και το μόνο για το οποίο πρέπει να κοπιάζουμε είναι αυτό το μεσοδιάστημα κατά το οποίο ζούμε.

Η ανοδική πορεία μας λέει, ωθεί τον άνθρωπο στη σύνθεση στη δημιουργία, είτε πρόκειται για τη δημιουργία μιας νέας ζωής, είτε για τη δημιουργία εν γένει, με σκοπό την κατάκτηση της αθανασίας. Θέλοντας έτσι, με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο να δώσει μια δυναμική απάντηση μέσα του, αλλά και να μπορέσει να φτάσει στην αθανασία διαμέσου των έργων που έχει αφήσει πίσω του.

Από την άλλη, η καθοδική πορεία μας κρατά δέσμιους στην ύλη, στην αποσύνθεση,  στην επιστροφή και στον γυρισμό όπως αναφέρει με ποιητικό τρόπο ο συγγραφέας, οδηγώντας μας  αναπότρεπτα στο τέλος, στο θάνατο.

Τα πάντα οδηγούνται σε μία φυσική φθορά σε μία εντροπία, φυτά, ζώα άνθρωποι, οργανική και ανόργανη ύλη αποσυντίθενται. Η ίδια η ζωή θα λέγαμε μας προπονεί πριν ακόμη πεθάνουμε στην φθορά και στο θάνατο.

Όμως και τα δύο ρέματα, μας λέει ο συγγραφέας, πηγάζουν από τα έγκατα της ίδιας αρχέγονης ουσίας. Που σημαίνει τι; Την πιο μαύρη στιγμή της νύχτας έχει αρχίσει το ξημέρωμα. Στο κέντρο του μεσημεριού έχει αρχίσει ήδη να νυχτώνει. Αυτή η αλληλουχία, των δύο φαινομενικά αντίρροπων ρευμάτων, βυζαίνει από τα σπλάχνα της αρχέγονης ουσίας.  

Άρα θα πρέπει εμείς οι ίδιοι μέσα σε αυτή συνεχή φθορά των μορφών να ανακαλύψουμε εκείνη την αρχική, την άμορφη ουσία που δεν φθείρεται και να την κάνουμε πράξη στη ζωή μας, ώστε να πάψουμε να τσαλαβουτούμε συνεχώς μέσα σε μικρούς θανάτους.

 «Να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη».

Η ασκητική είναι ένα κείμενο σχετικά σύντομο, βαθυστόχαστο και με ύφος λυρικό, που εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του Καζαντζάκη. Ο ίδιος το θεωρούσε το σπόρο απ’ όπου βλάστησε όλο το έργο του. Εξάλλου ο πρόλογος από τις πρώτες κιόλας λέξεις τροφοδοτεί τον αναγνώστη με μία αίσθηση μυστηρίου γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη. Ένα μυστήριο που πρέπει κανείς να διανύσει ώστε να χωρέσει τα δύο ρεύματα, τη ζωή και το θάνατο και να ορίσει Στοχασμό και Πράξη.

 

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο