Ποια πιο παιδική και καλοκαιρινή γεύση μπορείτε να φέρετε στο νου σας από τη βανίλια; Λατρεμένη από τα παιδικά μας χρόνια που βυθισμένη σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό (από την παγωνιέρα) μεταμορφωνόταν μαγικά σε υποβρύχιο. Πιο παλιά δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνικό σπίτι που να μην έχει αυτό το κέρασμα στο ντουλάπι.
Δροσερή, μαστιχωτή, μια ζαχαρένια μπαλίτσα που χαϊδεύει τον ουρανίσκο. Μου ξυπνάει στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, μια κοινωνία ολόκληρη, μια αύρα αγνότητας που έχει να κάνει με την απλότητα της εποχής εκείνης.
Σήμερα η βανίλια μπορεί να μην είναι τόσο διαδεδομένη όμως σε εμένα εξακολουθεί να είναι το αγαπημένο μου “γλυκό” η “ζαχαροκάντιο ζυμωτή” όπως την ονομάζανε στα χρόνια του Βυζαντίου.
Ειδικά η χύμα βανίλια από το παλαιό ζαχαροπλαστείο του κυρίου Βαγενά επί της εμπορίου που διατηρεί την ίδια πατροπαράδοτη συνταγή όπως τον παλιό, καλό καιρό.
Μέσα του Ιούνη παίρναμε τα ενδεικτικά μας. Ημέρα ορόσημο και για το πρώτο μας μπάνιο. Το “beach bar”της περιοχής μου ήταν ο “Ταρσανάς”(η πλαζ των Καραγατσιαναίων). Δεκαετίες ’60-’70-’80. Μας συνόδευαν οι μανάδες μας. Οι πλαζ τον καιρό εκείνο δεν είχαν ούτε ξαπλώστρες, ούτε ομπρέλες. Δε μας ενοχλούσε που ο ήλιος μας φλόγιζε ρίχνοντας τις καυτές ακτίνες του πάνω μας. Άλλωστε την περισσότερη ώρα είμασταν στο νερό. Τρομάζανε να μας βγάλουν έξω. Επειδή πίστευαν πως η θάλασσα ανοίγει την όρεξη “φέρνανε μαζί” τους στα τάπερ το φαγητό για να μας ξεγελάνε και να μας ταΐζουν ενώ παίζαμε με τα κουβαδάκια μας.
Εκείνο όμως που μας ενθουσίαζε ήταν το καφενεδάκι του “Γιατρού”. Ένα πανέμορφο παραδοσιακό καφενείο με στρόγγυλα πράσινα τραπέζια και θέα την απεραντοσύνη της θάλασσας και τα παιχνιδίσματα των γλάρων. Αυτό το καφενείο για μας τα παιδιά ήταν ένας ονειρεμένος τόπος. Σερβίριζε ούζο με μεζέ, αναψυκτικά (γκαζόζες, πορτοκαλάδες, μπυράλ) και φρεσκοκαβουρντισμένο καφέ. Ο ίδιος φρεσκοξυρισμένος και με το άσπρο, καθαρό σακάκι του έτρεχε για παραγγελίες. Οι γονείς καθόταν σε κάποιο τραπέζι και δίνανε παραγγελίες. Πέντε γειτονάκια διαλέγαμε ένα τραπέζι, όποτε είμασταν τυχεροί, και βρίσκαμε και θρονιαζόμασταν στις καρέκλες πανευτυχείς. Κοιτούσαμε επίμονα τη θάλασσα και περιμέναμε υπομονετικά πότε θα τελειώσουν οι παραγγελίες των μεγάλων για να παραγγείλουμε και εμείς. Κάτι που μας πλήγωνε την ευτυχία μας ήταν που ποτέ δε μας ρωτούσε “Τι θα πάρετε”. Δεν μας το ρώτησε ποτέ αυτό γιατί γνώριζε εκ των προτέρων “εντάξει, εντάξει ξέρω πέντε βανίλιες”.
Έφερνε επιτέλους τις βανίλιες… Στην αρχή εξετάζαμε πόση μας έβαζε και αν είχε βάλει σε άλλον πιο πολύ και σε άλλον πιο λίγη. Ύστερα άρχιζε με πολλή προσοχή το γλείψιμο. Όσο πιο πολύ ώρα διατηρούσαμε τη βανίλια τόσο πιο πολύ ώρα θα μέναμε στο καφενεδάκι. Έπρεπε λοιπόν η βανίλια να έχει τον ατελείωτο.
Όσο περνούσε η ώρα βλέπαμε να ρωτάνε αν υπάρχει κάποιο άδειο τραπέζι… Τότε ερχόταν στο τραπέζι μας οργισμένος, “Άντε μπράβο τελειώνετε με αυτή τη βανίλια, θα λιώσετε τα κουτάλια”. Με την πρώτη παρατήρηση κρατούσαμε ακάθεκτοι τις θέσεις μας υπερασπίζοντας το δικαίωμα μας να κρατήσουμε το τραπέζι όμως ο ανελέητος μαγαζάτορας ξανάρχονταν δριμύτερος “Άντε σηκωθείτε, ήρθαν ο κύριος και η κυρία Τάδε και δεν έχουν που να καθήσουνε…”. Έτσι κακήν κακώς από την ηδονή του γλειψίματος της βανίλιας μας έμενε μόνο πίκρα… Όχι πως δεν είχαμε τη δραχμή να πληρώσουμε τη βανίλια αλλά με τη συμπεριφορά αυτή του “Γιατρού” νιώθαμε σαν λαθρεπιβάτες…
Αυτό το καφενεδάκι κάθε Κυριακή απόγευμα ήταν ένας ονειρεμένος τόπος, ότι πιο πολύ μπορούσες να χαρείς μέσα στην ανυπαρξία οποιασδήποτε άλλης διασκέδασης. Αργότερα στην εφηβεία ξεχάσαμε τον “Γιατρό” και τον “Ταρσανά” και ανακαλύψαμε άλλους τρόπους διασκέδασης.