της Γιώτας Αγαπητού
Απομεσήμερο Κυριακής ενός Ιούνη κάπου στη Μεσόγειο. Το θερμόμετρο φλερτάρει απροκάλυπτα με το κόκκινο του υδραργύρου, κάνοντας την ατμόσφαιρα σχεδόν αποπνικτική. Ο ήλιος λαμπερός σαν κίτρινο διαμάντι σε μπλε βελούδο. Στο παράθυρο ενός διαμερίσματος δύο γάτες ανέμελα παίρνουν τη μεσημεριανή τους σιέστα, κουνώντας την ουρά τους γεμάτες ευχαρίστηση από τη δροσιά που τους προσφέρει πλουσιοπάροχα το δέντρο που βρίσκεται πάνω στο πεζοδρόμιο μπροστά από το παράθυρο.
Έξω στους δρόμους κάποιοι διαβάτες πηγαίνουν, αν και καθυστερημένα, σε κάποια κοντινή παραλία για το καθιερωμένο μπάνιο τους ή για να νιώσουν την αύρα της θάλασσας την ώρα που θα τρώνε σε κάποιο ταβερνάκι πλάι στο κύμα.
Στο μπαλκόνι κάποιας διπλανής πολυκατοικίας πάνω στο τραπέζι μία φέτα καρπούζι περιμένει να δροσίσει γλυκά μία οικογένεια, με το μικρό παιδί να τραβάει τη μαμά του από τη φούστα, λέγοντάς της ότι θέλει να πάει στη θάλασσα για να παίξει και να δημιουργήσει, άθελά του, μνήμες ενός καλοκαιριού που μυρίζει Μεσόγειο.
Την ατμόσφαιρα έρχεται ν’ αναστατώσει ρυθμικά, σχεδόν μελωδικά, το ανοιχτό φορτηγάκι με την οικογένεια των τσιγγάνων, που περνάει από το δρόμο διαλαλώντας την πραμάτειά του.
- Ελάτε κυρίες, εδώ τα καλά κολοκυθάκια, ντομάτες, πιπέρια για τηγάνι έχω, ελάτε να πάρετε.
Ενώ πίσω στην καρότσα ένα τσούρμο, σχεδόν ημίγυμνα τσιγγάνικα, έχουν ξαπλώσει πάνω στα καρπούζια. Δύο μικρά κοριτσάκια, σχεδόν πέντε χρονών, κοιτούν το δρόμο με μία σκληράδα στο βλέμμα τους, γνωρίζοντας ήδη από τώρα την πορεία ζωής που είναι χαραγμένη στο DNA της φυλής τους, μέσα από το ταξίδι της στο χρόνο. Ενώ παραδίπλα τρία αγόρια, σχεδόν επτά χρονών, κοιτούν αμέριμνα χαιρετώντας τη ζωή, τον κόσμο, το μέλλον, έχοντας χαραγμένη στο πρόσωπό τους την αθωότητα της ηλικίας τους. Εξάλλου είναι νωρίς ακόμα για να σκέφτονται οτιδήποτε άλλο πέρα από το παιχνίδι.
Λίγο πιο πέρα, βγαίνοντας από ένα ζαχαροπλαστείο μία παρέα νέων παιδιών, αγόρια και κορίτσια, κρατώντας παγωτό χωνάκι στο χέρι, αστειευόμενα, έχοντας στους ώμους τους τις τσάντες θαλάσσης, μπαίνουν βιαστικά σ’ ένα ταξί που θα το πληρώσουν ρεφενέ από τα λίγα χρήματα που θα μπορούσε να διαθέτει μία φοιτητική παρέα στις μέρες μας. Εξάλλου γνωρίζουν ότι το μόνο που χρειάζονται για να περάσουν καλά είναι μία ξένοιαστη συντροφιά σ’ ένα καλοκαίρι γεμάτο με χρώματα.
Μέσα στο ταξί από το ραδιόφωνο ακούγεται δυνατά το τραγούδι του Νιόνιου «Καλοκαίρι» κάνοντας την παρέα των νέων και τον οδηγό να τραγουδάνε μαζί του:
«Καλοκαίρι […]
Καρεκλάκια πετονιές μες το πανέρι […]
Μες τη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει […]
Φιλιά μισολιωμένα καλοκαίρι […]».
- Σπουδαίος ο Σαββόπουλος, έτσι παιδιά; Ξέρετε σημάδεψε και την δική μου γενιά. Είπε ο οδηγός, ο οποίος ήταν γύρω στα πενήντα πέντε, κάνοντας την παρέα των νέων να συμφωνήσει μαζί του, προσθέτοντας ότι ο Σαββόπουλος είναι και θα παραμείνει για πάντα νέος.
Φτάνοντας στην παραλία, από το διπλανό bits bar ακούγεται η Nancy Sinatra και ο Lee Hazlewood να τραγουδούν:
«Strawberries,
cherries
and angels kiss in spring
My summer wine is really made from all these things […]».