[mks_dropcap style=”letter” size=”78″ bg_color=”#ffffff” txt_color=”#000000″]Ο[/mks_dropcap]Αννίβας (ή Αννίβας Βάρκας, 247 π.Χ. – 183 π.Χ.) ήταν Καρχηδόνιος – εμπορικό κέντρο στην βόρεια ακτή της Αφρικής το οποίο ίδρυσαν Φοίνικες έμποροι και το ονόμασαν Καρτ Χαντάστ δηλαδή Νέα Πόλη – κρατικός λειτουργός και στρατηγός. Το όνομά του σήμαινε : «η χάρη του Βάαλ» ενώ το Βάρκας – barca σημαίνει στα λατινικά κεραυνός. Μετά τον εμφύλιο της Καρχηδόνας ο Αννίβας σε ηλικία δέκα ετών μεταφέρθηκε από τον πατέρα του, στρατηγό Αμίλκα, στα εδάφη που κατέκτησε στην Ισπανία, μεταξύ των οποίων και την σημερινή Καρθαγένη. Η κατάκτηση των περιοχών της Ιβηρικής απέφερε σημαντικούς πόρους στους Καρχηδόνιους σε σημείο ώστε να αποτελούν σημαντική απειλή για τους Ρωμαίους. Ο Αμίλκας, άνδρας ικανότατος, μέσα στο καμίνι του Ά Καρχηδονιακού πολέμου είχε καταφέρει να παραμείνει αήττητος στους πολέμους ενάντια στους Ρωμαίους.
Στην Ισπανία ο Αννίβας πέρασε τα χρόνια της εφηβείας του και παντρεύτηκε μια ιβηρίδα πριγκίπισσα. Αργότερα οι Ρωμαίοι, κατά την διάρκεια των πολέμων που διεξήγαγαν οι Καρχηδόνιοι εναντίων τους (Β΄ Καρχηδονιακοί Πόλεμοι) θεωρούσαν πως το μίσος που έτρεφε ο Αννίβας για εκείνους οφείλονταν στον πατέρα του Αμίλκα.
Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας Erik Durschmied, ο Αννίβας παιδί ακόμη δίπλα στον πατέρα του ορκίστηκε μπροστά στον βωμό του Βαάλ σε ότι είχε ιερό ότι θα μισεί θανάσιμα τους Ρωμαίους. Εκείνο τον όρκο δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ τα επόμενα εξήντα πέντε χρόνια της ζωής του.
Ο Αννίβας ένας άνθρωπος με μεγάλες στρατηγικές ικανότητες, θαύμαζε ιδιαίτερα την μεγαλοφυΐα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, ακριβώς όπως
αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας θάμαζε τις δικές του. Ο Αννίβας είχε την τύχη να είναι γιος του Αμίλκα, ακριβώς όπως και ο Αλέξανδρος ήταν γιος του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου του Β΄. Σε ό,τι αφορά όμως τα στρατιωτικά και ηγετικά τους χαρίσματα κατάφεραν και οι δύο να ξεπεράσουν τους πατεράδες τους.
Ο Αννίβας πάντα επεδίωκε να δίνει τις μάχες του σε εχθρικό έδαφος. Αρχικά πολιόρκησε μία σημαντική Ρωμαϊκή πόλη την Ζακάνθα και τελικά την κατέλαβε. Νεαρός ήδη κατέκτησε την Ιβηρία, κάτι το οποίο επεδίωξε αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο πατέρας του Αμίλκας, ο οποίος πνίγηκε το 228 π.Χ. πολεμώντας ενάντια στην φυλή των Βεττόνων. Το 218 π.Χ. ο Καρχηδόνιος Αννίβας κατάφερε ξεκινώντας από την Καρθαγένη με 50.000 στρατιώτες, 9.000 άλογα και υποζύγια και 37 ελέφαντες να περάσει την σχεδόν άγνωστη περιοχή των Άλπεων.
Όταν ο Καρχηδόνιος ηγέτης συνάντησε για πρώτη φορά τα χιονισμένα βουνά των Άλπεων έμεινε έκθαμβος από το πελώριο λευκό αμετακίνητο τοίχος. Οι απώλειες από την διάβαση των βουνών εξαιτίας των απόκρημνων γλιστερών βράχων, των χιονοστιβάδων, και τις επιθέσεις των ορεινών φυλών στα μετόπισθεν, οι οποίοι άρπαζαν ό,τι μπορούσαν από τα εφόδια του στρατού του ήταν συγκλονιστικές, του κόστισαν 25.000 άνδρες και τα μισά του ζώα.
Το θαυμασμό των ανθρώπων της εποχής για το εκπληκτικό αυτό κατόρθωμα του Αννίβα, εκφράζει ο Αππιανός Αλεξανδρεύς (95 μ.Χ. – 165 μ.Χ.) Ρωμαίος ιστορικός ελληνικής καταγωγής, ο οποίος συνέγραψε τα έργα του τον 2ο αιώνα μ.X και αφορούν την ρωμαϊκή ιστορία από την εποχή του Αινεία μέχρι τις μέρες του με τίτλο Ρωμαϊκά.:
«Όταν έφθασε [ο Αννίβας] στις Άλπεις και δεν βρήκε οδό που να περνά μέσα ή πάνω τους, διότι ήταν [οι διαβάσεις] εξαιρετικά απόκρημνες, προχώρησε
μπροστά θαρραλέα, αλλά υπέφερε μεγάλες απώλειες. Το χιόνι και ο πάγος ήταν σωρευμένα μπροστά τους και γι’ αυτό έκοψε και έκαψε ξύλα και τη στάχτη τους, τις έσβησε με νερό και ξίδι, καθιστώντας έτσι τους βράχους εύθραυστους. Τους τσάκισαν [τους βράχους] με σιδερένια σφυριά και άνοιξαν
ένα πέρασμα πάνω απ’ τα βουνά, το οποίο χρησιμοποιείται ακόμη και ονομάζεται το πέρασμα του Αννίβα».
Το πρωί της 2 Αυγούστου του 216 π.Χ., Ρωμαίοι και Καρχηδόνιοι βρέθηκαν αντιμέτωποι στις Κάννες, την πιο αποφασιστική μάχη που είχαν δώσει έως τότε μεταξύ τους. Ο Αννίβας εφήρμοσε το σχέδιο της πλευροκόπησης ακριβώς όπως και ο Μιλτιάδης στην μάχη του Μαραθώνα. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι το Ρωμαϊκό πεζικό αριθμούσε 85.000 άνδρες, ενώ ο στρατός του Αννίβα δεν διέθετε πάνω από 25.000.
Ελάχιστοι στρατηγοί στην ιστορία των πολέμων κατάφεραν μία νίκη τόσο συντριπτική όσο αυτή που πέτυχε ο Αννίβας. Οι Ρωμαίοι έχασαν 70.000 λεγεωνάριους (κατά τον Πολύβιο) ενώ οι απώλειες από την πλευρά των Καρχηδονίων είχαν κοστίσει 5.700 νεκρούς. Όλη η Ρώμη βοούσε «Hannibal ante portas! Που σημαίνει ο Αννίβας προ των πυλών!» Ο Αννίβας όμως δείλιασε να μπει στην Ρώμη, θεωρούσε πως η Ρώμη δεν είχε ηττηθεί ακόμη ολοκληρωτικά, παραμένοντας προ των πυλών, κάτι το οποίο θα μείνει ως ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της ιστορίας.
Όσο για τον κακό δαίμονα του Σκιπίωνα – ο οποίος ηγείτο στην μάχη της Ζάμα το 202 π.Χ. η οποία καθόρισε το τέλος της μεγάλης δόξας του Καρχηδόνιου στρατηλάτη – όταν ρώτησε τον Αννίβα ποιον θεωρούσε ως την μεγαλύτερη στρατιωτική αφυΐα, αυτός απάντησε πως θεωρούσε πρώτο τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, ενώ δεύτερο τον Πύρο της Ηπείρου και στην Τρίτη θέση του απάντησε πως έβαζε τον εαυτό του. Όταν ο Σκιπίων τον ρώτησε ξανά σε ποια θέση θα έβαζε τον εαυτό του αν είχε κερδίσει στην μάχη της Ζάμα, τότε ο Αννίβας χωρίς δεύτερη σκέψη του απάντησε πως θα έβαζε τον εαυτό του.
Παρά τις στρατηγικές ικανότητες του Σκιπίωνα λέγεται πως στην μάχη της Ζάμα η εξέλιξη θα ήταν διαφορετική αν ένας από τους ελέφαντες των Καρχηδονίων δεν είχε κατευθύνει και τους υπόλοιπους σε λάθος πορεία. Η τύχη ευνοεί πάντα τους νικητές. Μετά την μάχη της Ζάμα η στρατιωτική υπεροχή των Ρωμαίων σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο αποτελούσε πλέον ένα γεγονός αδιαφιλονίκητο, μία υπεροχή η οποία θα διατηρηθεί για τους επόμενους έξι αιώνες.