Αλιευτής ψυχών

ΒΑΣΙΛΙΚH ΚΟΝΤΡΟΓΙAΝΝΗ

Αλιευτής ψυχών

Το μυαλό μου είχε αδειάσει τελείως, καθώς έπεφταν οι τελευταίες σταγόνες από το κεφάλι μου. Βγάζοντάς το από το νερό, παρατηρώ τους μικρούς, λεπτούς κύκλους που ταράζουν την επιφάνειά του, σαν τα απόνερα μιας βάρκας. Κι όμως, ακόμα κι αυτές οι μικρές, αθώες σταγόνες είναι ικανές να καταστρέψουν τη γαλήνη ακόμα και για λίγο. Το είδωλο του ουρανού που καθρεφτίζεται μέσα στο νερό, αρχίζει να τρεμουλιάζει. Σύντομα, όμως επανέρχεται θριαμβευτικά. Μα και πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι;

Εδώ έχω όλα όσα μου χρειάζονται για να καταστραφώ: το πυρ, τη γυναίκα, και το ύδωρ. Η ζεστή ανάσα της φωτιάς που σιγοκαίει κι ενώνεται με τον πρωινό αέρα είναι ό, τι χρειάζεται κάθε φορά για να ολοκληρωθεί η κάθαρση. Μια κάθαρση βαθιά κι επιτακτική απ’ ό, τι παρασιτεί στον νου. Μια αληθινή ιεροτελεστία που για χρόνια τώρα επιχειρεί ν’ απαλύνει τον πόνο. Η μάνα γη που σαν θηλυκή, μητρική φιγούρα είναι έτοιμη να σε συγχωρέσει για ο, τιδήποτε και… το ύδωρ που, σαν υγρό σάβανο, μπορεί να τυλίξει μέσα του ό, τι καταστράφηκε, ό, τι πέθανε, ό, τι πόθησε ν’ αναστηθεί και κατάφερε να φτάσει ξανά στην αρχή της δημιουργίας του. ‘Ετσι, σαν να μην τελείωσε ποτέ. Από πείσμα στη φθορά και στο επιβεβλημένο τέλος που δεν το διάλεξε.

Ήρθε η ώρα για το πρώτο πρωινό τσιγάρο, έτσι, ίσα-ίσα για να ζαλιστεί το μυαλό όσο του χρειάζεται. Το μόνο που μπορεί να ταράξει την ησυχία μου είναι το πλατσούρισμα της βάρκας στα νερά, που με ζυγώνει και που τραβάει τα μάτια μου απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό. Δεν το κάνω πάντα. Όχι. Μερικές φορές δεν αποτραβώ το βλέμμα μου από τον ουρανό. Άλλες φορές, γιατί η ομορφιά του με έχει προσηλώσει εκεί σε σημείο καθήλωσης. Άλλες φορές, γιατί έχω συνηθίσει τον ίδιο γνωστό θόρυβο, την ίδια ώρα. Ένας θόρυβος τόσο ίδιος, που, ώρες-ώρες, νομίζω ότι θα μπορούσα να τον ξεχωρίσω από τον θόρυβο οποιασδήποτε άλλης βάρκας. Ίσως, επειδή τον έμαθα ίδιο κι απαράλλαχτο τόσα χρόνια, ίσως πάλι να είναι η δική μου η ιδέα. Όπως και να’ χει, καταφέρνει μερικές φορές και μου διακόπτει τη συνομιλία μου με τον ουρανό, ακόμα κι αν δε γυρίζω το βλέμμα μου. Υπάρχουν φορές που κάτι με σπρώχνει να κοιτάξω, αλλά από πείσμα, ‘’δένω’’ ακόμα πιο σφιχτά το βλέμμα μου στον ουρανό, ακόμα και τις μέρες που είναι συννεφιασμένος και μουντός. Κυρίως, τότε. Ακόμα κι όταν δε μου αποκρίνεται. Κυρίως, τότε. Αν η απάντηση ήταν δεδομένη και απλή, κανένας λόγος δε θα υπήρχε, για να του δώσω την παραμικρή σημασία. Άλλωστε, αυτός παραμένει η μοναδική μου ελπίδα, για να ξεκολλήσω από τη λάσπη. Ακόμα κι όταν βουτώ μέσα στο νερό το κεφάλι μου, αποτραβώντας το, κοιτάζω φευγαλέα τη φιγούρα του να καθρεφτίζεται στο νερό. Φευγαλέα, ίσως από ντροπή. Ίσως από δέος κι από ξάφνιασμα πού ‘χει έρθει τόσο κοντά μου.

-Πώς είσαι σήμερα, μπαρμπα-Λευτέρη; Καλή σου μέρα.

… Ακούγεται η γνωστή φωνή από τη βάρκα. Όμως, καμία φωνή δεν είναι αρκετή για να διακόψει αυτό το μεγαλείο, παρά μόνο του Θεού. Τον ξέρω σχεδόν όσο 15000 κοιτάγματα στον ουρανό. Πάνε σχεδόν σαράντα χρόνια που ακούω το ίδιο παφλάγιασμα, της ίδιας βάρκας στο νερό. Τόσα χρόνια, ο ίδιος ήχος, υποταγμένος με απόλυτη συνέπεια σε μια περιοδικότητα, που τον έχει κάμει σχεδόν αναγκαιότητα. Κάτι σαν πεπρωμένο και σαν τέτοιο, αναπόφευκτο. Κάθε πρωινό συνοδεύεται από το ίδιο παφλάγιασμα των φυσαλίδων του αχνιστού καφέ στο μπρίκι που ακούγεται σα να’ ναι μέρος από τα απόνερα, λίγο πριν απομακρυνθεί η βάρκα. Κάθε φορά έρχεται να μου θυμίσει πως εξακολουθεί η ακοή μου ν’ ανταποκρίνεται στην ίδια αυτή αναγκαιότητα. Κι όμως, στα ψάρια αρκεί κυρίως η όσφρηση για να πιαστούν στο αγκίστρι. Εμείς έχουμε τρόπους πολλούς.

Η ώρα της αλίευσης έφτασε, αλλά δε μου είναι δυνατό να διακρίνω τα θύματα αυτής της ανίερης συνήθειας. Ώρες-ώρες, τα βλέπω να κολυμπούν ψηλά στο νερό, σχεδόν στην επιφάνειά του, σαν να προσπαθούν να ξεπεταχτούν από τη λάσπη του βυθού, όπως ο μικρός άνθρωπος που ζει βαθιά μέσα σου, μα εσύ, μήτε τον ταϊζεις, μήτε τον ποτίζεις, ακριβώς γι’ αυτό. Για να μη θεριέψει και βγει έξω.

Για να ψαρέψεις, πρέπει να ξέρεις για τι ακριβώς ψάχνεις. Δεν είναι το ίδιο δόλωμα το κατάλληλο για όλα τα ψάρια. Αυτό το ξέρω καλά κι ας μην είμαι ψαράς. Κι ας μην επιχείρησα ποτέ να ψαρέψω τίποτα. Κανένα αγκίστρι δεν έριξα ποτέ για να παγιδέψω κανένα ψάρι. Κανένα τους δε θέλησα να ξεγελάσω με τέτοια καμώματα. Ό, τι βρίσκεται στο βυθό, καλώς είναι καμωμένο. Ξέρει τούτο που πηγαίνει.

Ο καφές τώρα κολυμπάει στο φλιτζάνι μου και χαϊδεύεται από τον πρωινό αέρα. Ακόμα και μέσα σε τούτο το μικρό φλιτζάνι καθρεφτίζεται ο ουρανός. Η τελευταία ελπίδα, που μοιάζει με υπόσχεση. Ίσως, ακόμα-ακόμα και με μια ανώφελη συγχώρεση. Οι πρώτες του γουλιές έρχονται στα χείλια σαν λαχτάρα, ίση με τούτου του ψαρά, για να ‘χει καλή ψαριά και να μην πάει χαμένος ο χρόνος του.

Σε λίγη ώρα, κάποια από τα ψάρια που τώρα κολυμπούν, θα βρεθούν νεκρά μέσα στο καλάθι του. Η ζωή λοιπόν, ηττήθηκε. Κάποιοι εκπρόσωποί της σε λίγο θα βρεθούν τηγανισμένοι με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα, γιατί ούτε το περίμεναν ούτε και το διάλεξαν. Μονάχα καθυποτάχθηκαν στη θέληση του ψαρά.

Βλέπω τη μεγάλη μπουρμπουλήθρα να με κοιτάζει στο χείλος του φλιτζανιού κι αναρωτιέμαι αν ετούτος ο δόλιος ξέρει τι ψαρεύει. Για τι είδους ψάρια ψάχνει. Γιατί, αν δεν ξέρεις, κάλλιο είναι να τ’ αφήσεις όλα τ’ αθώα τα πλάσματα τα πλέουν ελεύθερα κι ειρηνικά. Μα, ακόμα κι αν το νερό σωνόταν, το ψάρεμα δε θα είχε τελειωμό.

Τούτος είναι ο λόγος που προτιμώ να κοιτάζω μπρος τον ουρανό, παρά να τον βλέπω να καθρεφτίζεται μέσα στο νερό. Εκεί ψηλά που στέκει, κανενός να δίχτυα δε μπορούν να τον παγιδεύσουν, ούτε και να τον βλάψουν. Ώρες-ώρες, συλλογίζομαι πως καθρεφτίζεται μονάχα, για να γεννά στους ανθρώπους τον πειρασμό.

Έτσι σώθηκε κι ο καφές στο φλιτζάνι κι έμεινε μονάχα η λάσπη του, σαν τη λάσπη στον πάτο του ποταμού. Σαν τ’ απομεινάρια μιας σαπισμένης τούρτας γενεθλίων που το κερί σβήστηκε στον πρωινό αέρα κι ύστερα βούλιαξε στον βυθό. Τώρα πια το φλιτζάνι άδειασε. Ο ουρανός, όμως, ακόμα υπάρχει. Δε μπορεί νά’ μαστε φτιαγμένοι από χώμα, από λάσπη, όχι, δεν μπορεί. Μονάχα από ουρανό.

Βιογραφικό συγγραφέως

Η Βασιλική Κοντρογιάννη γεννήθηκε στις 26/07/1984 και μένει στο Αιγάλεω της Αθήνας.
Είναι απόφοιτη Ιστορικού-Αρχαιολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ
Φοιτήτρια του τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (ΕΚΠΑ)

e-mail: alexandra1922@yahoo.gr Άγαμη

0 Σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο